ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ “Ο ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΣ ΒΟΥΒΑΛΟΣ” METROPOLITAN THE URBAN THEATER
Κριτική: Ευθύμιος Ιωαννίδης
Ποιος είναι ο Μάμετ
Ο Ντέιβιντ Μάμετ γεννήθηκε στο Σικάγο στις 30 Νοεμβρίου του 1947, από εβραίους γονείς και ζει στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνιας. Είναι θεατρικός συγγραφέας βραβευμένος με το βραβείο Πούλιτζερ, μυθιστοριογράφος, σεναριογράφος, τηλεοπτικός παραγωγός, σκηνοθέτης, ενίοτε δοκιμιογράφος και στιχουργός. Το κοφτό, γεμάτο ιδιωματισμούς στιλ των διαλόγων του έχει δημιουργήσει πλέον σχολή, με την ονομασία Mamet speak – ένα στιλ που ο ίδιος αποδίδει στην επιρροή της οικογένειάς του και του Χάρολντ Πίντερ. Έχει γράψει πολλά θεατρικά έργα, μεταξύ των οποίων τα “Glengarry Glen Ross” (Οικόπεδα με θέα), για το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ και το βραβείο του Κύκλου Θεατρικών Κριτικών της Νέας Υόρκης, “Oleanna” (Ολεάννα) και “American Buffalo”. Έχει επίσης εκδώσει δοκίμια και μυθιστορήματα. Έχει σκηνοθετήσει τις κινηματογραφικές ταινίες “House of Games” (Η λέσχη της απάτης), “Things Change” (Ο λούστρος και η Μαφία), “Homicide” (Ανθρωποκτονία), “State and Main” και “Heist” (Το κόλπο).
Η υπόθεση
Ο Αμερικάνικος Βούβαλος είναι μια κλασική τραγωδία. Η ιστορία εκτυλίσσεται μέσα στο παλαιοπωλείο του Ντον (Χριστόδουλος Στυλιανού), όπου μαζί με τον φίλο του Ουόλτερ, ο επονομαζόμενος και «δάσκαλος», (Θανάσης Σαράντος) καθώς και τον νεαρό Μπομπ, ένα ανυπεράσπιστο και βυθισμένο στον κόσμο των ουσιών (Πάρης Σκαρτσολιάς) τον οποίο ο Ντον επιδιώκει αρειμανίως να νουθετήσει και να μεταμορφώσει σε «σωστό άτομο», οργανώνουν πρόχειρα, αβάσιμα και επιπόλαια μια φιλόδοξη ληστεία για ένα νόμισμα που έχει επάνω τον αμερικάνικο βούβαλο, η οποία εντέλει δεν υλοποιείται ποτέ. Με διεισδυτικό χιούμορ και κοφτούς διαλόγους, ο Mamet-εκπληκτικός τεχνίτης της γλώσσας- μάς βάζει στον κόσμο των τριών ανδρών που κάνουν τα πάντα για να πιάσουν «την καλή». Μια πικρή κωμωδία για την κατάρρευση του καπιταλιστικού συστήματος, για την απατηλή λάμψη του αμερικάνικου ονείρου και το μάταιο κυνήγι της επιτυχίας και του χρήματος που πνίγει τις ανθρώπινες σχέσεις.
Το έργο
Πρόκειται για ένα κοινωνικό σχόλιο με πικρό χιούμορ, ένα συγκρουσιακό δράμα που αναδεικνύει τις επιθυμίες, τα αδιέξοδα αλλά και το χιούμορ των τριών ηρώων του. Το έργο ενώνει στη σκηνή τους Θανάσης Σαράντος (Δάσκαλος), Χριστόδουλος Στυλιανού (Ντον), Πάρης Σκαρτσολιάς (Μπομπ), σε μια συνύπαρξη – ακροβασία σε τεντωμένο σκοινί, αντιπαρερχόμενοι με γλαφυρότητα τις ριζωμένες συγκρουόμενες ιδιοσυγκρασίες τους. Γραμμένο το 1975, στην Ελλάδα πρωτοπαρουσιάστηκε στο θέατρο «Εμπρός», το 1992, σε σκηνοθεσία Τάσου Μπαντή, με τους Δημήτρη Καταλειφό, Γιώργο Κέντρο και Δημήτρη Τάρλοου. Στο τωρινό ανέβασμα η σκηνοθεσία- φωτισμοί είναι του Θανάση Σαράντου, σε μετάφραση του Δημήτρη Τάρλοου.
Οι τρεις τους περιφέρονται άσκοπα όλη μέρα στο παλαιοπωλείο αναλύονται σε φθηνές εξυπνάδες, επιδεικνύοντας τον ανδρισμό τους, αλλά και σκεπτόμενοι πώς θα «πιάσουν την καλή», πώς θα κάνουν μια «μπίζνα» που θα τους αποφέρει χρήματα και θα βγουν από το πηγάδι της μιζέριας στο οποίο έχουν βυθιστεί. Η δράση εκτυλίσσεται ως εκ τούτου σε ένα χώρο ακατάστατο, βρώμικο σαν φυλακή, με αντικείμενα ατάκτως ερριμμένα, δηλαδή ένα συμβολικό σκηνικό.
Στη διαδρομή αποδεικνύεται ότι είναι ανίκανοι, ψοφοδεείς, μοιραίοι και άβουλοι με αποτέλεσμα και οι φιλίες, τα προσωπικά συμφέροντα και τα συναισθήματά τους να δοκιμαστούν με πρωτοφανή τρόπο. Οι τρεις αυτοί χαρακτήρες είναι να υπογραμμίσουμε με τη σειρά τους ατάκτως ερριμμένοι μέσα στην αδυσώπητη κοινωνία, εγκλωβισμένοι, «πεταμένοι» κι αυτοί, όπως τα πράγματα μέσα στο μαγαζί του Ντον. Είναι για την ακρίβεια άνθρωποι που η κοινωνία τους περιθωριοποίησε, αλλά και οι ίδιοι αποστασιοποιήθηκαν από αυτή λόγω του στείρου εγωϊσμού τους. Άνθρωποι με μη συγκροτημένη ταυτότητα, σε κρίση με τον εαυτό τους και τον περίγυρό τους. Άνθρωποι που μαγεύτηκαν από το αφήγημα του «αμερικανικού ονείρου», μα δεν επέδειξαν την απαραίτητη, υπεύθυνη στοχοπροσήλωση και το αδιάλειπτο σθένος να το κυνηγήσουν. Στο έργο του Ντέιβιντ Μάμετ ωσαύτως η εμμονή που έχει ακραγγίξει την κοινωνία μας για γρήγορο και εύκολο χρήμα καθυποτάσσουν τους ήρωες μέχρι τελικής πτώσης.
Πρόκειται για ένα έργο με σαφείς αναλογίες στο σήμερα, σκληρό, αλλά ταυτόχρονα πολύ αστείο. Σήμερα, σε μια άλλωστε εποχή βαθιάς κρίσης και σήψης, οικονομικής αλλά και ανθρώπινης, σε μια καταναλωτική εποχή επαναπροσδιορισμού των ανθρωπίνων σχέσεων και αξιών ένεκα της οικονομίας, το έργο έρχεται να μας υπενθυμίσει πως δε μετρώνται τα πάντα στη ζωή με το χρήμα. Δεν έχει εξάλλου σημασία πόσο κοστίζει κάτι, αλλά πόσο αξίζει. Εκείνο μάλιστα που μετράει πρωτίστως είναι οι ανθρώπινες σχέσεις και η φιλία. Ας μην ξεχνάμε επιπρόσθετα πως οι άνθρωποι φέρουμε σαφώς προσωπική ευθύνη γι’ αυτά που μας συμβαίνουν, ενώ δεν ευθύνονται αποκλειστικά και μόνον οι άλλοι. Μάλιστα ακόμα κι αν πιστεύουμε ότι η μοίρα μας είναι προδιαγεγραμμένη, αυτό δε σημαίνει πως εμείς αδυνατούμε να μετακινηθούμε μέσα σ’ αυτήν. Φαίνεται γλαφυρά, λοιπόν, στο εργο πως αυτό το περίφημο «αμερικανικό όνειρο» ξεπέρασε τα σύνορά του και απέκτησε παγκόσμια απήχηση, που όμως έσκασε σαν «φούσκα» πάνω από τα κεφάλια μας και με αποτέλεσμα να απωλέσουμε τις σταθερές μας…
Η παράσταση
Όλα αυτά, βέβαια, διαδραματίζονται στη σκηνή του Metropolitan Urban Theater μέσα από ένα κωμικό πρίσμα, που το ίδιο το έργο επιτρέπει -σχεδόν επιβάλλει-, καθώς τα πιο σοβαρά πράγματα γίνονται καλύτερα αντιληπτά και πιο ισχυρά όταν λέγονται με αστείο τρόπο.
H σκηνοθεσία του Θανάση Σαράντου πιο συγκεκριμένα είναι σπουδαία. Αξιοποίησε δεξιοτεχνικά και εν πολλοίς, τον έντονα προβοκατόρικο – συγκρουσιακό χαρακτήρα του έργου, και παρουσιαζει τους ήρωες, με όλες τους τις νευρώσεις, τις πολιτικές προκαταλήψεις και τη ζωτική ανάγκη τους για κοινωνική και υπαρξιακή αποκατάσταση – ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Τόνισε δε, σε σημαντικό βαθμό το συναισθηματικό αδιέξοδο των ηρώων της, και οι συνήθως μεγάλες απαιτήσεις από τους ερμηνευτές της έπιασαν το δίχως άλλο τόπο.
Το σκηνικό της Άση Δημητρολοπούλου αποτελείται από έναν δεξιοτεχνικά φορτωμένο με διάφορα αντικείμενα χώρο, που θυμίζει πολύ εύστοχα ένα παλαιοπωλείο. Οπτικοποίησε συνεπώς ευθύβολα όλη την απωθημένη παθητικότητα και αδράνεια των ηρώων, την οποία μαρτυρά υπόρρητα και υποβλητικά η μαξιμαλιστική της σκηνογραφία. Η εξωτερική δε, ακαταστασία καταδεικνύει με τον πιο παραστατικό τρόπο την εσωτερική ανισορροπία και συγκρουση που βιωνουν οι ήρωες εντός τους. Τα κοστούμια που επιμελήθηκε αποδείχτηκαν εύστοχα και στους χρωματισμούς και στη γραμμή τους και συνάμα εξαιρετικής ομορφιάς και ποιότητας, ενδεικτικά των χαρακτήρων στο ύφος και στον χρόνο συγγραφής του έργου.
Επιπρόσθετα, η μουσική του Κωνσταντίνου Ευαγγελίδη ανέδειξε το δίχως άλλο τις λεπτές αποχρώσεις του κειμένου, ενώ οι φωτισμοί σε επιμέλεια του Θανάση Σαράντου εστιάζουν στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών, μεταφέροντας τη συμπυκνωμένη ενέργειά τους που αδυνατεί να αναδυθεί σαν αρτεσιανό φρέαρ και να ξεχυθεί!
Οι ερμηνείες
Όλοι οι ηθοποιοί, παλιοί και νέοι, βρέθηκαν να τελούν στην ίδια ευθεία και με το ίδιο σθένος, κάτι που, ας μην γελιόμαστε, δεν είναι δεδομένο όταν συμπράττουν πεπειραμένοι με λιγότερο έμπειρους ηθοποιούς. Συνήθως οι παλαιότεροι εμφανίζονται πιο «χαλαροί» και «άνετοι» και οι νεότεροι διαθέσιμοι για το κάτι παραπάνω. Εδώ υπήρχε μια ισορροπημένη σύμπλευση και τη χαρήκαμε.
Οι ήρωες έτσι της σπουδαίας αυτής παράστασης αποδίδονται από μία καταρχήν άρτια, καλοκουρδισμένη και καλοδουλεμένη ομάδα με πολύ καλή άρθρωση του λόγου, ιδανική σκηνική χημεία και πυρακτωμένη εσωτερική ενέργεια. Οι ηθοποιοί λειτουργούν σαν ένα συμπαγές πλέγμα, σαν ένα καλοκουρδισμένο ρολόι. Σαν τους ακριβείς δείχτες του ατέρμονου και ακάματου ρολογιού της Ιστορίας, οι οποίοι -θύματα και θύτες- ύστερα από την απαγγελία- καταγγελία τους αφανίζονται πιασμένοι πισθάγκωνα στην αχλή του χρόνου. Και οι τρεις ηθοποιοί αποτελούν μια άκρως ενδιαφέρουσα τριπλέτα καθώς σωματοποιούν επί σκηνής με περισσή ενάργεια και παραστατικότητα τις δύο από τις τρεις καταστάσεις του Εγώ, τις δύο «υπο-προσωπικότητες», ήγουν τα διακριτά και επιμέρους τμήματα που όλα μαζί συνθέτουν την προσωπικότητα ενός ανθρώπου, ήτοι τον Γονέα (Τροφοδοτικός-Επικριτικός) και το Παιδί (Φυσικό-Υπάκουο- Επαναστατημένο) με τους θεατές να καλούνται να διαδραματίσουν την κατάσταση του Ενήλικου εαυτού μέσω της λογικής επεξεργασίας όσων διαμείβονται ενώπιόν του.
Πιο συγκεκριμένα, ο Χριστόδουλος Στυλιανού υποδύεται τον Ντον με αξιοθαύμαστη συνέπεια. Άρτιος υποκριτικά και τεχνικά, έμεινε πιστός στις απαιτήσεις του ρόλου του από την αρχή μέχρι το τέλος, ενώ με κρυστάλλινη και ανάλογα χρωματισμένη φωνή του στα συναισθήματα που βιώνει ο ήρωας, απέδωσε τη συγκρουσιακή ιδιοσυγκρασία του ήρωα που ερμηνεύει με περισσή άνεση και αξιοθαύμαστη ενάργεια. Πάσχει από το σύνδρομο του σωτήρα και έντονη αμφιθυμία, ενώ ενσαρκώνει δεξιοτεχνικά τον ρόλο του φροντιστικού και συνάμα επικριτικού γονέα ως κατάσταση του Εγώ.
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Θανάσης Σαράντος ενσάρκωσε με περισσή πειστικότητα και δεξιοτεχνία τον απαιτητικό ρόλο του Δασκάλου. Ο Σαράντος με απόλυτο έλεγχο των ασκημένων εκφραστικών του μέσων κάταφερε και κράτησε λεπτές πλην ακριβέστατες ισορροπίες δίχως να τυλιχτεί στις ευκολίες στερεοτυπικών αντιλήψεων, γεγονός που θα ευτέλιζε τον σύνθετο και άκρως ενδιαφέροντα ρόλο που κλήθηκε να υπηρετήσει επιδεικνύοντας- τηρουμένων των αναλογιών- αξιοθαύμαστο σεβασμό και προσήλωση. Ο ταλαντούχος ηθοποιός με αρωγό του τα κλειδιά της υποκριτικής τεχνικής που κατέχει επισταμένως κατορθώνει με αξιοθαύμαστη δεινότητα να συμπυκνώσει με σαφήνεια την κατάσταση του Επαναστατημένου-Υπάκουου Παιδιού απέναντι στο καπιταλιστικό σύστημα.
Άξιος συνοιδοιπόρος των δύο έμπειρων υπηρετών του θεάτρου αποδείχτηκε ο Πάρης Σκαρτσολιάς, ο οποίος μορφοποίησε με ενάργεια τον ρόλο του Μπομπ. Πάλλεται επί σκηνής απο ερμηνευτική δεινότητα και με τα αναμφήριστα ασκημένα μέσα που διαθέτει (το σώμα, τη φωνή, την κίνηση, τις χειρονομίες) κατέστησε παραστατική την κατάσταση και την εντύπωση, το περίγραμμα και το συναίσθημα της κατάστασης του «Φυσικού Παιδιού» που υποδύεται, το οποίο καταφεύγοντας στις ουσίες επιχειρεί να να ανοίξει μια χαραμάδα φωτός στον χαμένο κόσμο του παραδείσου, που του στερεί αδυσώπητα η ζοφερή πραγματικότητα.
Συμπερασματικά
Όπως αναφέρει ο ίδιος ο συγγραφέας: «Ο Αμερικάνικος Βούβαλος μιλάει για τα ήθη των επιχειρησιακών συναλλαγών στην Αμερική. Για το πώς συγχωρούμε κάθε προδοσία, μικρή ή μεγάλη, και για τους ηθικούς συμβιβασμούς που ονομάζονται επιχειρήσεις, “δουλειές”. Αισθανόμουν οργή γι’ αυτό που λέγεται “μπίζνες” όταν έγραψα το έργο. Καθόμουν συνήθως στα πίσω καθίσματα του θεάτρου και παρακολουθούσα τους θεατές και πώς έφευγαν. Οι επιχειρηματίες έφευγαν επικρίνοντας με έντονο ύφος τις ελλείψεις και επισημαίνοντας την κενότητά του. Στην πραγματικότητα, ήταν θυμωμένοι επειδή το έργο μιλούσε γι’ αυτούς…». Ο Ντέιβιντ Μάμετ γράφει ένα πολιτικό έργο, δίχως ωστόσο να κάνει πολιτικές παραβολές. Γράφει γλαφυρά και με αμεσότητα για το «αμερικάνικο όνειρο» και την αναμφήριστη διάψευσή του. Πρόκειται για έργο με πολιτικό και κοινωνικό πρόσημο, δοσμένο με θέρμη και ανθρωπιά, τόσο σε σκηνοθετικό όσο και σε ερμηνευτικό επίπεδο, για μια πολυσημαίνουσα παράσταση, σε ρυθμούς πόλκας, αρκούντως ενδιαφέρουσα.
Κριτική :Ευθύμιος Ιωαννίδης
Xαίρετε, είμαι ο Ευθύμιος, είμαι φιλόλογος και συντάκτης της πολιτιστικής ιστοσελίδας Thess culture.gr. Aγαπώ πολύ τη μουσική, τις τέχνες, την ανάγνωση και το θέατρο, ενώ συνεντεύξεις μου και κριτικές μου έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς στον ηλεκτρονικό τύπο. Διαχειρίζομαι παράλληλα τις σελίδες «Ορθογραφία και ορθοέπεια», «Βιβλιοφιλία και βιβλιολογία» και υπήρξα επί πολλά έτη ενεργό μέλος και συντονιστής στις λέσχες ανάγνωσης των βιβλιοθηκών του Δήμου Κορδελιού- Ευόσμου.