TOP

ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ “Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΜΑΡΑ” ΣΤΟ ΚΡΑΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ

Κριτική: Ευθύμιος Ιωαννίδης

      Το ελληνικό κοινό πρωτογνώρισε τον Πέτερ Βάις και το πρωτο του έργο, τη Δολοφονια του Μαρά, που τον κατέταξε στους πρωτοπόρους του μεταμπρεχτικού γερμανικού θεάτρου το 1965 με την αλησμόνητη παράσταση του Καρόλου Κουν στην αψεγάδιαστη μετάφραση του Μάριου Πλωρίτη. Το έργο ανέβηκε αργότερα το 1989 στο Εθνικό Θέατρο με αφορμή τη συμπλήρωση των 200 χρόνων από τη Γαλλική επανάσταση σε μια ευδόκιμη θεατρική παράσταση, για να ανέβει εκ νέου, 31 χρόνια μετά από τον ίδιο σκηνοθέτη στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος.

To έργο

Όπως τόσοι άλλοι και ο Πέτερ Βάις είναι ένας εξόριστος του χιτλερισμού. Γιος Γερμανοεβραίου, φεύγει δεκαοχτώ χρονών το 1934 από το Βερολίνο για να περιπλανηθεί  στη Σουηδία και την Τσεχοσλοβακία μέχρι την οριστική εγκατάστασή του στη Στοκχόλμη το 1939. Εκεί στην καινούργια του «πατρίδα» θα αγωνιστεί 25 χρόνια προκειμένου να κερδίσει χρήματα και δόξα. Ζωγράφος, σκηνοθέτης ταινιών μικρού μήκους, πεζογράφος στα σουηδικά και τα γερμανικά δεν καταφέρνει παρά να μείνει ένας άσημος «πρόσφυγας». Ώσπου τελικά το ανέβασμα του Μαρά Σαντ στο θέατρο Schiller του Βερολίνου (Απρίλης 1964) τον καθιστά αυθωρεί και παραχρήμα διάσημο. Ένα δεύτερο έργο του μάλιστα, η Ανάκριση (Die Ermittlung) προκάλεσε την ίδια εκρηκτική εντύπωση. Δραματική αποτύπωση της πρόσφατης δίκης (1965) της Φρανκφουρτης για τους βασανιστές του Αουσβιτς θετει το πρόβλημα της συμμετοχής και της ευθύνης των ατομων στις φρικαλεότητες του ναζισμού.

Άλλωστε όπως λεει και ο ίδιος ο Βάις το πρόβλημα αυτό βρίσκεται στο βάθος κάθε γραπτού του. Και τούτο εξηγεί επειδή ενδιαφερεται για τη θέση των καταπιεσμένων όποιας εποχής, όποιας φύλης, όποιου χρώματος. Το πρόβλημα άλλωστε δυναστών και δυναστευομένων είναι αιώνιο και παγκόσμιο. Για τούτο ακριβώς ο Βάις το αντιμετωπίζει μεσα από την ιστορία, την πρόσφατη (όπως στην Ανακριση) ή τη μακρινή (όπως στο Μαρά Σαντ).

Ιδίως στο τελευταίο έργο η σύλληψη είναι ολότελα ιδιότυπη. Ο Βάις ειδικότερα με τον ουμανισμό που τον διακρίνει και μέσα από το πρίσμα των σύγχρονων προοδευτικών και σοσιαλιστικών ιδεών πρόβαλε με τη δολοφονια του Μαρά τα ανεκπλήρωτα αιτήματα της προδομένης γαλλικής επανάστασης. Ο βασικός μύθος στρέφεται φυσικά γύρω από τη δολοφονία του Γάλλου αρχιεπαναστάτη Jean Paul Marat από την Charlotte Gorday  στις 13 Ιουλίου 1793. Ο Πέτερ Βάις, πιο συγκεκριμένα αντλώντας τα υλικά του από πραγματικά ιστορικά γεγονότα, δημιουργεί ένα πολυδιάστατο έργο που δρα ταυτόχρονα σε πολλαπλά επίπεδα, αξιοποιώντας τα εργαλεία του πολιτικού θεάτρου με τον δικό του μοναδικό και ευρηματικό τρόπο. Στο έργο, «η δολοφονία του Μαρά» ο Βάις δεν αναπαρασταίνει τα γεγονότα, αλλά τα παρουσίαζει σαν παράσταση έργου το οποίο έχει γράψει και σκηνοθετεί (τάχα) ο Μαρκήσιος ντε Σαντ· έργο το οποίο παρουσιάζεται στα λουτρά του ιδρύματος του Charenton από τρόφιμους του ψυχιατρείου το 1808.

Η επίνοια τούτη του Βάις δεν είναι βέβαια ούτε ιστορική αυθαιρεσία, αλλά ούτε και απλό θεατρικό εφέ. Ιστορικά είναι γνωστό πως ο περιβόητος Μαρκήσιος de Sade τα έντεκα τελευταία χρόνια της ζωή του (1803-1814) έμεινε κλεισμένος στο Σαραντόν και εκεί οργάνωνε παραστάσεις με τους ομότυχούς του, τις οποίες παρακολουθούσε με σκανδαλισμένο ενδιαφέρον η «καλή κοινωνία» του Παρισιού. Η αντιπαράθεση, ωστόσο, Σαντ και Μαρά που παρουσιάζει ο Βάις είναι καθαρά δική του επινόηση. Η μόνη σχέση του Μαρκήσιου με τον «Φίλο του λαού» ήταν ο επικήδειος που εκφώνησε ο πρώτος για τον δεύτερο. Κι αυτό όχι για να πάρει πιστοποιητικό καλής διαγωγής, αλλά για να σώσει το κεφάλι του, που το απειλούσε πάλι η γκιλοτίνα. Αυτή λοιπόν η αντιμετώπιση Μαρά- Σαντ αποτελεί το ιδεολογικό θέμα του έργου. Ο ατομικισμός ωσαύτως του Σαντ τον οδηγεί στην ανταρσία εναντίον των ηθικών και κοινωνικών δεσμών, για να φτάσει ως τη θεοποίηση των προσωπικών πόθων και στην περιφρόνηση του συνόλου, ακόμα ως τα βασανιστήρια και τον φόνο. Κι ενώ στην αρχή πήρε μέρος στην Επανάσταση, διότι την είδε σαν γέφυρα προς την ελευθερία που οραματιζόταν, έπειτα τη μυκτηρίζει επειδή ούτε κατόρθωσε να «απελευθερώσει» πραγματικά τους ανθρώπους. Απέναντί του ο Μαρά είναι η φλογερή ενσάρκωση της απόλυτης επαναστασης, η οποία καταλύει τα πολιτικά δεσμά για να φτάσει ως τη θεοποίηση του συνόλου και την περιφρόνηση του ατόμου ακόμα και ως την τυραννία και τις εκτελέσεις…Είναι σαφώς κι αυτός αγανακτισμένος για τον δρόμο που πήρε η επανασταση, όχι όμως επειδή δεν έφερε τη «σαδιστική» ελευθερία, μα επειδή δεν έφτασε μέχρι το τέλος, επειδή περιορίζεται σε ημίμετρα, καθώς καινούργιοι εκμεταλλευτές της λαϊκής ελευθερίας ήλθαν να διαδεχθούν τους παλιούς…

Τα τρία πρόσωπα, ο Σαντ, ο Μαρά και η Κορντέ, μάχονται για την ελευθερία -μια έννοια που για τον καθένα έχει διαφορετική σημασία. Τελικά, ποιος είναι ο τρόπος για να επιτευχθεί η απελευθέρωση του λαού; Η επανάσταση και οι συνεχείς εκτελέσεις των εκμεταλλευτών του; Η δολοφονία των υποτιθέμενων απελευθερωτών του; Η ηρωική αυτοθυσία ή το συνεχές κυνήγι προσωπικών ηδονών; Οι αντικρουόμενες θέσεις των προσώπων, με φόντο την επικείμενη δολοφονία, αποτυπώνουν σκηνικά έναν έντονο φιλοσοφικό διάλογο που ο απόηχός του φτάνει μέχρι σήμερα και μας θέτει μπροστά στα μεγάλα ζητήματα που καλούμαστε κάθε φορά να παίρνουμε θέση: τα όρια της ελευθερίας και τη σχέση ατομικής και συλλογικής ευθύνης.

Η παράσταση

Δεν είναι διόλου εύκολη υπόθεση η σκηνοθεσία ενός έργου πολυδιάστατου, πολυπρισματικού, σαν κι αυτό, γιατί ακριβώς το άνοιγμα της βεντάλιας των δρωμένων δημιουργεί ειδικές συνθήκες που απαιτούν ανάλογη και πρωτίστως προσεκτική  διαχείριση. Ως εκ τούτου, η «απόσταση» και η διάθλαση της ιστορίας μετουσιώνεται σε ένα «άτακτο» οδοιπορικό, κεντημένο με φιλοσοφικά θεατρογραφήματα, ηδονιστικό εγωκεντρισμό, εξεγέρσεις με γεναίες δόσεις απολύτοτητας της λογικής και του παραλογισμού. Ρεαλιστικό και συνάμα σουρεαλιστικό, πλούσιο με τους χυμούς της ζωής αλλά ακόμη πλουσιότερο με τις αναθυμιάσεις του θανάτου. Δίχως σταθερή και καθαρή σκηνοθετική πυξίδα αυτό το μεταμοντέρνο «υβρίδιο» μπορεί εύκολα να καταλήξει σε ένα αλαλούμ. Και από αυτήν την άποψη ο Κοραής Δαμάτης κέρδισε ένα δύσκολο στοίχημα, διδάσκοντας τους ρόλους επάνω σε δύο άξονες: έναν δραματικό (αλά Στανισλάφσκι) και έναν μεταδραματικό (αλά Μπρεχτ). Ως εκ τούτου, ο σύγχρονος θεατής βλέπει πρώτα την τρομοκρατία του 1793 μεσα από τα μάτια των αστικοποιημένων Γάλλων του ναπολεόντειου καθεστώτος. Στη συνέχεια βλέπει τα γεγονότα όχι όπως έγιναν, αλλά όπως μεταμορφώνονται σε θέατρο, ήγουν σε οργανωμένη δράση που δεν ιστορεί μόνο, αλλά και ερμηνεύει. Όχι εντούτοις σε ένα κοινό «θέατρο εν θεάτρω», αλλά σε μια παράσταση όπου σκηνή είναι η αίθουσα των λουτρών ενός φρενοκομείου, ηθοποιοί οι «ασθενείς» του ασύλου και συγγραφέας του ένας τρόφιμος.

Μέσα λοιπόν στην αίθουσα των λουτρών του Charenton που επιμελήθηκε ο ταλαντούχος Ανδρέας Βαρώτσος ξεδιπλώνεται ο «φιλοσοφικός διάλογος» του Μαρά με τον Μαρκήσιο ντε Σαντ, παρουσία κοινού και των άλλων τροφίμων- ηθοποιών, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Σαντ, με τους δύο ιδεολογικούς αντιπάλους να δεσπόζουν στον χώρο. Τα κοστούμια και οι γλυπτικές μάσκες που επιμελήθηκε η Άννα Μαχαιριανάκη παραπέμπουν στην τρέχουσα ενδυμασία της εποχής και του ασύλου, ενώ συνάμα δικαιώνουν και οπτικοποιούν σε τέλειο βαθμό το πνεύμα αυτής. Συγχρόνως, οι περίτεχνες φωτοσκιάσεις του Στέλιου Τζολόπουλου συνεπικουρούν το τελικό αποτέλεσμα και λειτουργούν ως δραματικός παράγοντας που ενισχύουν τις  υπαρξιακές συγκρούσεις των δρώντων προσώπων, ενώ ιδιαίτερη μνεία αξίζει στην εξαίσια   μουσική της Δημήτρας Γαλάνη. Πολύ σπάνια άλλωστε οι σκηνοθέτες αφήνουν χώρο στη μουσική να μετουσιωθεί σε σκηνικό δρώμενο. Συνήθως δε, η μουσική «ντύνει» διακριτικά κάποια δράση, κάποιο συναίσθημα. Εδώ σχεδόν πρωταγωνιστεί, απλώνοντας ενώπιόν μας ένα μουσικό χαλί που μετακινείται από σκηνή σε σκηνή με καλούς ρυθμούς, χρώματα, σημάνσεις και επισημάνσεις.

Ερμηνείες

Οι ήρωες της σπουδαίας αυτής παράστασης αποδίδονται από μία άρτια, καλοκουρδισμένη και καλοδουλεμένη ομάδα με άψογη άρθρωση του λόγου, πολύ καλή καταρχήν σκηνική χημεία και πυρακτωμένη εσωτερική ενέργεια. Ακριβείς, άμεσοι και με απόλυτη συναισθηματική διαφάνεια, άπαντες οι ηθοποιοί αποδίδουν με δεξιοτεχνική ενάργεια την πολυπλοκότητα του χαρακτήρα που ερμηνεύουν επί σκηνής και συναρπάζουν. Ο Δαμάτης δούλεψε με τον καθένα ξεχωριστά και με όλους μαζί κατορθώνοντας να στήσει δεξιοτεχνικά όχι μόνο ανθρώπους με ιδιαιτερότητες, αλλά και να απεικονίσει με απαράμιλλη ενάργεια μια ολόκληρη συνθήκη.

Ο Κώστας Σαντάς πιο συγκεκριμένα ζωγραφίζει το πορτρέτο του λαμπρού, αρχιερέα του ατομικισμού Σαντ, με μια υποδόρια εύθυμα ηδονική και περιπαικτική διάθεση, ποτισμένη με την αίσθηση του καθήκοντος και αποφασισμένου να μείνει πιστός στη δική του ιδιαίτερη οπτική. Ρολίστας ευρέου φάσματος, κράτησε θαυμαστά το μέτρο και σε καμιά στιγμή δεν υπέκυψε στο δέλεαρ της εκφραστικής ευκολίας ή της υπερβολής. Κίνηση, τοποθέτηση σώματος, βλέμμα, φωνή, όλα προσανατολισμένα σε μια απόλυτα ποιοτική ευθεία.

Παράλληλα, ο φλογερός, μαχητικός, γιατρός, πολιτικολόγος  πλην ασθενικός Μαρά, ενσαρκώθηκε από τον Δημήτρη Σιακάρα με αφοπλιστική άνεση, εκφραστικότητα και αναμφήριστη επιδεξιότητα, ανταποκρινόμενος υφολογικά πλήρως στον εκρηκτικό χαρακτήρα του «μάρτυρα» της Γαλλικής Επανάστασης.

Ως προς τους άλλους ρόλους, έκτακτος ήταν ο Δημήτρης Μορφακίδης στον ρόλο του ριζοσπάστη, καθολικού ιερέα Ζακ Ρου, ηγέτη μιας δημοφιλούς άκρας αριστεράς.  Εξαιρετικός και ο Θάνος Φερετζέλης στον ρόλο του Τελάλη. Πυκνός, ουσιαστικός, φόρτισε με ενσυνείδητη ορμή και ράντισε με σκωπτική διάθεση και διαρρήδην υφολογική χάρη τον ρόλο του και ξεχώρισε.

Χωρίς κορυφώσεις, ωστόσο, με άνεση και σιγουριά έμπειρων θεατρίνων οι ερμηνείες των Ορέστη Παλιαδέλη στον ρόλο του Ντυπερρε, ο Δημήτρης Τσιλινίκος και Γιολάντα Μπαλαούρα στους ρόλους του κυρίου και της κυρίας Κουλμιέ αντίστοιχα.

 Η Άννυ Τσολακίδου υποδύθηκε με ευαισθησία και σεβασμό και ακραιφνή τρυφερότητα τον ιδιαίτερο ρόλο της  Σιμόνη Εβράρ, σύνευνο του Μαρά, ενώ η Μαριάννα Πουρέγκα σωματοποίησε πειστικότα τον ρόλο της Σαρλότ Κορντέ, παραδίδοντας μας μια καθόλα σωστή ερμηνεία. Το κουαρτέτο των τραγουδιστών Αριστοτέλης Ζαχαράκης, Σοφία Καλεμκερίδου, Νίκος Καπέλιος, Νίκος Κουσούλης, τα πήγε περίφημα.

Αυτή δε, ωστόσο, η σιωπή η λαλέουσα και εκκωφαντική, το ύστατο καταφύγιο του ευαίσθητου, του αδύναμου, του ηττημένου ανθρώπου μορφοποιήθηκε από το σύνολο των ηθοποιών, Λευτέρης Αγγελάκης, Λουκία Βασιλείου, Μάνος Γαλανής, Ελένη Γιαννούση, Γιάννης Γκρέζιος, Λευτέρης Δημηρόπουλος, Στέλιος Καλαϊτζής, Γιάννης Καραμφίλης, Αναστασία Ραφαέλα Κονίδη, Χρήστος Μαστρογιαννίδης, Μαρία Μπενάκη, Χρίστος Νταρακτσής, Σταυριάνα Παπαδάκη, Παναγιώτης Παπαϊωάννου, Κατερίνα Σισίννι, Ευανθία Σωφρονίδου, Φωτεινή Τιμοθέου, Νίκος Τσολερίδης, Τίμος Αρχοντίδης, Δημήτρης Δανάμπασης, Ευάγγελος Δρούγκας, Κατερίνα Ζησκάτα, Αλέξανδρος Καλτζίδης, Χρυσοβαλάντης Νέστωρας, Θεοχάρης Παπαδόπουλος  με απαράμιλλο μέτρο,  βάθος, συνέπεια και ερμηνευτική δεινότητα. Αποτελούν τω όντι μια καλοκουρδισμένη ομάδα και αποδεικνύονται δεινοί στο σωματικό παίξιμο, το απαραίτητο ταλέντο και την ευκταία αφοσίωση.

Συμπερασματικά

Εν κατακλείδι, «Η δολοφονία του Μαρά» σε σκηνοθεσία του Κοραή Δαμάτη παρουσιάζεται σε μια δεινή εκδοχή από συντελεστές που έχουν δουλέψει στο μέγιστο βαθμό, σαν ένα ακριβοθώρητο δώρο προς όλους τους όντως θεατρόφιλους. Ο λόγος του σπουδαίου Βάις ακούγεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο από τα χείλη των ηθοποιών για το ανεκπλήρωτο της πίστης των ανθρώπων στην αλλαγή που καταρχήν κατατρέχει, κατατρύχει και τελικά κατακυριεύει τη ζωή των ανθρώπων. Οι κοινωνίες χρειάζονται μεν ριζικές αλλάγες, οι αλλάγες,ωστόσο, αυτές δεν είναι δυνατόν να στεριώσουν με απόλυτες πρακτικές που αψηφούν το άτομο για χάρη του συνόλου ή το σύνολο για χάρη του ατόμου, αλλά μόνο μια εξασφάλιση της ισορροπίας ανάμεσα στην ανάγκη του ενός και στις αντίστοιχες του συνόλου μπορεί να οδηγήσει σε μια κοινωνία όπου η λογική δε θα φτάνει σε παραλογισμό και η ελευθερία σε αναρχία ή τυραννία.

Συστήνεται ανεπιφύλακτα.

Κριτική :Ευθύμιος Ιωαννίδης

Xαίρετε, είμαι ο Ευθύμιος, είμαι φιλόλογος και συντάκτης της πολιτιστικής ιστοσελίδας Thess culture.gr. Aγαπώ πολύ τη μουσική, τις τέχνες, την ανάγνωση και το θέατρο, ενώ συνεντεύξεις μου και κριτικές μου έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς στον ηλεκτρονικό τύπο. Διαχειρίζομαι παράλληλα τις σελίδες «Ορθογραφία και ορθοέπεια», «Βιβλιοφιλία και βιβλιολογία» και υπήρξα επί πολλά έτη ενεργό μέλος και συντονιστής στις λέσχες ανάγνωσης των βιβλιοθηκών του Δήμου Κορδελιού- Ευόσμου.