ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ “ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΓΚΟΝΤΟ” ΣΕ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΚΛΕΑ
Κριτική:Ανδριάνα-Άννα Τσιότσιου
Πανανθρώπινη κραυγή
Το θέατρο Δάσους ήταν και πάλι γεμάτο κατά το ήμισυ με τους θεατές να σπεύδουν να απολαύσουν το μεταπολεμικό έργο του Σάμουελ Μπέκετ «Περιμένοντας τον Γκοντό»
Στη σκηνή, διαγράφοντας έναν νοητό δεξιόστροφο κύκλο, υπάρχουν, ένας καμένος κορμός δέντρου, ένα καμένο κόκκινο αυτοκίνητο, ένα πεσμένο κλαδί με κάποια σκόρπια ελαστικά αυτοκινήτου, βαρέλια και μερικά ακόμα λάστιχα. Στο πίσω μέρος, στη θέση του κυκλοράματος, μια διάτρητη κατασκευή από λαμαρίνα σε σχήμα τραπέζιο και με ενσωματωμένους προβολείς.
Σε ήχους της ροκ μουσικής, εμφανίζονται στη σκηνή δύο νεαρά παιδιά, ένα κορίτσι και ένα αγόρι, πίνουν μπύρες, παίζουν και χορεύουν μέσα σε όλο αυτό το δυστοπικό σκηνικό χώρο.
Ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν, με στοιχεία του γκροτέσκ, συνομιλούν, εφευρίσκουν τρόπους για να περνάει η ώρα τους, χορεύουν σε ρυθμούς σουίνγκ και τζαζ αναμένοντας ατέρμονα τον σωτήρα τους –Γκοντό.
Ο Πότζο με τον υπηρέτη του Λάκυ, ομοιάζοντας με νούμερο του τσίρκο, αποπνέουν ένα αίσθημα αβεβαιότητας για την επιβίωση του ανθρώπινου είδους.
Το έργο
Ένα υποβλητικό έργο που υπαγορεύει όλη τη ματαιότητα του να δημιουργείς τέχνη μετά το πέρας του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, όπως πολλοί δημιουργοί τη βίωσαν. Αναφέρεται στη σχετικότητα του χρόνου που υπάρχει μόνο ως ανθρώπινο κατασκεύασμα και στην άχρονη και πανανθρώπινη φύση των πραγμάτων Ενώ κάνει ξεκάθαρη την κραυγή των ανθρώπων για μια σωτηρία που τελικά, δεν έρχεται με τη μορφή που όλοι περιμένουμε. Το σχήμα του κύκλου είναι διαρκώς εμφανές, θέλοντας να δηλώσει την κοσμική σπείρα στην οποία είναι καταδικασμένοι οι άνθρωποι να επιβιώνουν και όχι να ζουν πραγματικά. Η μεταπολεμική αδυναμία των λέξεων να μιλήσουν γι’ αυτό που πραγματικά είναι αλλά και η πανανθρώπινη αξία του έργου που δεν έχει την ανάγκη μίας και μόνο γλώσσας, γίνεται αισθητή και από τα ονόματα με τα οποία βαφτίζει ο Μπέκετ τους χαρακτήρες του. Το Βλαδίμηρος είναι σλάβικο ενώ το Εστραγκόν σχετίζεται με το ομώνυμο αρωματικό φυτό αν και αποδίδεται σε έναν άστεγο που βρωμά, πληροφορία που δίνεται μέσα στο έργο. Ακόμη, οι δύο αυτοί ήρωες, αποκαλούν ο ένας τον άλλο με υποκοριστικά που μοιάζουν με ονόματα κλόουν. Το Πότζο που προέρχεται από την ιταλική λέξη «καλός», αποδίδεται στον τύραννο του Λάκυ, το οποίο στα αγγλικά σημαίνει τυχερός, Ο Λάκυ όμως, είναι ένας υπηρέτης που το αφεντικό του τον αποκαλεί κτήνος και σαν τέτοιο τον αντιμετωπίζει. Όταν ο Μπέκετ ρωτήθηκε σχετικά με τον συγκεκριμένο ήρωα, απάντησε πως αν και υπηρέτης, αισθάνεται τυχερός γιατί δεν έχει άλλες προσδοκίες. Έτσι, ο Λάκυ ενσαρκώνει κάλλιστα την εικόνα του σύγχρονου «βολεμένου» ανθρώπου, που είναι ευχαριστημένος όταν καταφέρνει να επιβιώνει, μην τολμώντας να σηκώσει το κεφάλι του και να διεκδικήσει αυτά που του αξίζουν.
Η σκηνοθεσία
Όλα αυτά τα διαφορετικά επίπεδα του έργου, είναι ξεκάθαρα μέσα στη σκηνοθεσία του χαρισματικού Γιάννη Κακλέα. Χρησιμοποιώντας διαφορετικές σκηνοθετικές γραμμές στην ερμηνεία των ρόλων ανάμεσα στα τρία ζευγάρια ηθοποιών αλλά και στα κοστούμια τους που είναι εμπνευσμένα από διαφορετικές εποχές και κοινωνικές τάξεις, μας δείχνει ότι το έργο είναι πάντα επίκαιρο και μας αφορά όλους, ανεξαρτήτως ηλικίας και κοινωνικής καταγωγής. Κάτι τέτοιο εννοούν και οι μουσικές επιλογές που ακούγονται κατά τη διάρκεια του έργου. Η πρωτοβουλία του σκηνοθέτη να μετατρέπει σε μηχανική τη φωνή του Πότζο, μόνο όταν εκείνος απευθύνεται στον υπηρέτη του, αλλά και σε αυτές τις περιπτώσεις να ξεκινάει πάντα τη φράση του με άναρθρες κραυγές, δηλώνει την εναλλαγή διαθέσεων και προσωπείων που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι ανάλογα με το ποιόν έχουν να αντιμετωπίσουν και την κοινωνική τους θέση ως προς αυτόν. Όσον αφορά στην ταυτόχρονη εμφάνιση του νεαρού υπηρέτη του Γκοντό -προκειμένου να ανακοινώσει πως ο Κύριός του δεν θα έρθει στο προκαθορισμένο ραντεβού του- και της νεαρής κοπέλας σε θέση πλήρους εποπτείας της σκηνής, μπορούν να προκληθούν ερωτήματα. Η κοπέλα, ως βωβή προσωποποίηση του σωτήρα-Γκοντό ο οποίος δεν έρχεται ποτέ, «χλευάζει» με την εμφάνισή της σε θέση παντογνώστη, τους χαρακτήρες που περιμένουν τη σωτηρία να έρθει από κάπου αλλού χωρίς οι ίδιοι να κάνουν τίποτα για να σώσουν τους εαυτούς τους. Σε αυτή την προσωποποίηση, ο σκηνοθέτης κάνει και μία άλλη «εκκωφαντική» δήλωση: ο σωτήρας που περιμένουν, είναι γυναίκα. Το σχήμα του κύκλου είναι παρόν τόσο στα σκηνικά όσο και στην είσοδο και έξοδο των τριών ερμηνευτικών ζευγαριών που γίνεται με τον ίδιο τρόπο στις δύο πράξεις, όμως θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως υπερβολή τη μετάβαση από την πρώτη στη δεύτερη πράξη. Χάριν της απαραίτητης αποστασιοποίησης, τα δύο νεαρά παιδιά επανέρχονται στη σκηνή βάζοντας φύλλα στο ξεραμένο δέντρο υποδεικνύοντας ότι η εποχή έχει αλλάξει. Όμως, η χορευτική τους περιπλάνηση πάνω στη σκηνή, θα μπορούσε να διαρκέσει λιγότερο ώστε να μην παραπέμψει σε γυμναστική επίδειξη ούτε να προκαλέσει αυτή την ελαφρά δυσφορία.
Οι ερμηνείες
Ο Άρης Σερβετάλης και ο Ορφέας Αυγουστίδης, με απόλυτο συγχρονισμό και άριστη συνεργασία, με τις υποκριτικές τους ικανότητες να μοιάζουν ατελείωτες και με τη σωματικότητα που τους χαρακτηρίζει, κατάφεραν να αναδείξουν όλες τις χροιές και τα φιλοσοφικά ζητήματα που θέτουν οι ρόλοι ή μάλλον, το ζευγάρι των χαρακτήρων, που επωμίστηκαν, συνεχίζοντας επάξια την μέχρι τώρα λαμπρή και αξιοπρεπή πορεία τους.
Ο Θανάσης Παπαγεωργίου και ο Σπύρος Παπαδόπουλος, απέναντι στον οποίο το κοινό δεν έκρυψε την αγάπη του, με τα κεκτημένα από την πολυετή υποκριτική τους πορεία, ενσάρκωσαν με επιτυχία τους δύο περιθωριακούς χαρακτήρες του Μπέκετ κάνοντας φράσεις όπως «χάσαμε τα δικαιώματά μας» και «σιγά-σιγά τα συνηθίζω όλα» να ηχούν φυσικές, προερχόμενες από αυτούς τους δύο.
Ο σταθερός και παγωμένος τόνος της φωνής του Άρη Κακλέα στην ανακοίνωση της είδησης ότι ο αφέντης του δεν θα παρευρεθεί στο ραντεβού, δείχνει όλη την απαραίτητη αποστασιοποίηση του ήρωα από τα γεγονότα και τον συνομιλητή του. Ακόμη, δηλώνει την υπακοή και εμπιστοσύνη του νεαρού ηθοποιού στις σκηνοθετικές οδηγίες.
Τις άριστες κινησιολογικές τους ικανότητες, μετέδωσαν στον υπόλοιπο θίασο, ο Άρης Σερβετάλης και η Αγγελική Τρομπούκη. Τα λειτουργικά σκηνικά που έγιναν και κομμάτι των ερμηνειών αλλά και οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη, όπως και τα κοστούμια της Ηλένιας Δουλαδίρη, εμπνευσμένα από διαφορετικές τάξεις και χρονικές περιόδους, ενίσχυσαν με επιτυχία τα πολλά διαφορετικά επίπεδα και μηνύματα του έργου.
Μια καλοδουλεμένη και ιδιαίτερη παράσταση, η δεύτερη απόπειρα ενασχόλησης του αξιόλογου Γιάννη Κακλέα με ένα τόσο ξεχωριστό έργο, όπως είναι το «Περιμένοντας τον Γκοντό».
Κριτική:Ανδριάνα-Άννα Τσιότσιου
Ονομάζομαι Ανδριάνα-Άννα Τσιότσιου και είμαι απόφοιτος του Τμήματος Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με ειδίκευση στην Δραματολογία και Παραστασιολογία. Παράλληλα με το θέατρο, ασχολούμαι από πολύ μικρή με τη μουσική παίζοντας βιολοντσέλο και τα τελευταία χρόνια ασχολούμαι με τον χορό. Απολαμβάνω το διάβασμα και το γράψιμο και ασχολούμαι με την κριτική θεατρικών παραστάσεων γιατί πιστεύω πως με την εφαρμογή αισθητικών κριτηρίων και δημιουργώντας άρτια κείμενα ακόμα και με λογοτεχνική αξία, θα μπορέσουμε να σχηματίσουμε ένα θεατρικό στερέωμα ανώτερου επιπέδου.