ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ «ΟΠΩΣ ΠΑΕΙ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ» ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ
Κριτική: Ευθύμιος Ιωαννίδης
Ποιος είναι ο Σέρμαν
Ο Martin Gerand Sherman γεννήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου του 1938 στη Φιλαδέλφια της Πενσυλβάνια. Σπούδασε στο Boston University of Fine Arts και στο Actors Studio, στη Νέα Υόρκη, με το μυθικό σκηνοθέτη Harold Clurman. Μολονότι σύντομα εγκατέλειψε την καριέρα του ως ηθοποιός, για να αφοσιωθεί στη συγγραφή, η εμπειρία του αυτή τον οδήγησε να γράφει με γνώμονα τον ίδιο τον ηθοποιό, σε αντίθεση με άλλους συγγραφείς της εποχής του, που έγραφαν για τους σκηνοθέτες ή τους κριτικούς. Από το 1980 και μετά, ζει μόνιμα στο Λονδίνο. Έγραψε πάνω από 20 θεατρικά. Σαράντα χρόνια μετά το θρυλικό «Μπεντ», το τελευταίο έργο του Μάρτιν Σέρμαν, «Όπως πάει το ποτάμι», που απέσπασε διθυραμβικές κριτικές σε Αγγλία και Αμερική, παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα σε μετάφραση του Αντώνη Πέρη και σκηνοθεσία του Γιάννη Λεοντάρη.
Το έργο
Ο Μάρτιν Σέρμαν, ο 84χρονος (σήμερα) πολυβραβευμένος Εβραίος συγγραφέας με την ακτιβιστική του δράση στον αγώνα υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κατά των διακρίσεων, παραδίδει το τελευταίο του έργο «Gently down the stream». Κυκλοφορεί το 2014, δηλαδή πριν από οχτώ χρόνια, ως ένα κείμενο μεγάλης πνοής. Κυρίως επειδή εστιάζοντας στο προσωπικό βίωμα, αναδεικνύει τον συλλογικό αγώνα. Ο Σέρμαν, ανοιχτά ομοφυλόφιλος και ο ίδιος, μοιάζει να αποτίει φόρο τιμής σε προσωπικά του βιώματα και εμπειρίες για να υπογραμμίσει πως το σύγχρονο πλαίσιο ελευθεριών των gay οφείλεται στη, βαμμένη με αίμα, ιστορία ενός αιώνα. Και συνάμα για να διευκρινίσει πως οι ομοφυλοφιλικές σχέσεις δεν έχουν τίποτα το διαφορετικό από τις ετεροφυλοφιλικές. Είναι κι αυτές ανθρώπινες σχέσεις με τα ίδια αιτήματα για αγάπη, έρωτα, ηδονή, ασφάλεια, θαλπωρή. Για τον Σέρμαν – είθε και για την πλειονότητα των σύγχρονων κοινωνιών – η διαφορετικότητα δεν είναι παρά ένα παράλογο κοινωνικό κατασκεύασμα, αφού σε κάθε σπίτι, μπροστά σε ένα καναπέ θα κουρνιάζουν πάντα άνθρωποι αναζητώντας μια ζεστή αγκαλιά. Στο μικροσκόπιο του βραβευμένου συγγραφέα, οι ανασφάλειες, οι εγωισμοί, τα όνειρα, το γήρας, η φθορά, η αναζήτηση ταυτότητας, η αφοσίωση, ο γάμος, η υιοθεσία και βέβαια η αποδοχή. Ο Σέρμαν στο «Όπως πάει το ποτάμι» καταθέτει μια μεγάλη παρακαταθήκη, μια «εποποιία της διαφορετικότητας» καταφέρνοντας, με αφετηρία τον ομόφυλο έρωτα, να μιλήσει με τόλμη για όλα τα ζευγάρια, όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από τη σεξουαλική ταυτότητα που επιλέγει ο καθένας. Η παράσταση αξιοποιώντας τόσο τη θεατρική, όσο και την κινηματογραφική φόρμα, θέτει στην πραγματικότητα τα αμείλικτα και δύσκολα ερωτήματα που αφορούν όλες και όλους τους ερωτευμένους.
Υπόθεση
Μια πλατφόρμα για gay συνευρέσεις φέρνει κοντά δυο, φαινομενικά, αταίριαστες υπάρξεις: O Μπο, ένας Αμερικανός πιανίστας που ζει στο Λονδίνο και πιστεύει ακράδαντα πως όλες οι ερωτικές σχέσεις έχουν ημερομηνία λήξης, συναντάει στα 62 του μέσω του διαδικτύου τον Ρούφους, έναν 29χρονο διπολικό δικηγόρο, ο οποίος για κάποιον λόγο εκτιμά περισσότερο το παρελθόν από το παρόν, για αυτό και στρέφει το ενδιαφέρον του προς μεγαλύτερους άνδρες. Γοητεύεται ωσαύτως, από το παρελθόν που ο Μπο αντιπροσωπεύει. Γίνονται λοιπόν ζευγάρι και ζουν μαζί για δεκατρία χρόνια. ‘Ετσι, το one night stand εξελίσσεται σε μια σχέση διαρκείας όπου το ερωτικό πάθος, μετασχηματίζεται σε αγνή αγάπη, σε νοιάξιμο κι άλλοτε σε πατρική φροντίδα και ανάγκη να τοποθετηθεί κανείς σε έναν υπαρξιακό χώρο όπου ανήκει. Βαθαίνει επομένως η σχέση τους, δυναμώνει προϊόντος του χρόνου και βρίσκεται μπροστά στα μεγάλα διλήμματα της ερωτικής συμβίωσης: αντισυμβατικότητα ή «κανονικότητα»; Κίνδυνος ή ασφάλεια; Εξέγερση ή ενσωμάτωση; Στο τέλος, το τρίτο πρόσωπο, ο νεαρός drag performer Χάρυ, θα επιδράσει καταλυτικά στο ζευγάρι… Παράλληλα, η ζωή του Μπο είναι για τον Ρούφους το ζωντανό ντοκιμαντέρ ενός βίου με έντονες συγκινήσεις και διεκδικήσεις, την ώρα που για τον Μπο είναι μια σειρά από ανοιχτές πληγές προσωπικής και κοινωνικής ματαίωσης που έζησε στην Αμερική από τα μεταπολεμικά χρόνια έως το ξέσπασμα του gay κινήματος στις αρχές των seventies και τη σαρωτική έλευση του Aids μια δεκαετία αργότερα. Πίσω άλλωστε από την 14χρονη σχέση των δύο ανδρών παρελαύνει υπόρρητα ένα ιστορικό gay parade: Η πραγματικότητα του να είσαι ομοφυλόφιλος σε μια χώρα που καταδικάζει το διαφορετικό σε φυλάκιση, λοβοτομή ή ευνουχισμό. Να εκδιώκεσαι από την οικογένεια, την πόλη σου, να πέφτεις θύμα χλευασμού και βίαιων επιθέσεων, να χάνεις αγαπημένα πρόσωπα σε ρατσιστικές δολοφονικές επιθέσεις ή να τα θρηνείς όταν το Aids αρχίζει να γίνεται μάστιγα και απομονώνει εκ νέου την ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα. Πρόκειται για μια μοναδική ερωτική ιστορία που ισορροπεί με δεξιοτεχνία ανάμεσα στο χιούμορ και τη συγκίνηση. Το έργο «Όπως πάει το ποτάμι» αποτυπώνει τους θριάμβους και τις ήττες του κινήματος των ομοφυλοφίλων, πενθώντας και γιορτάζοντας αντίστοιχα για τα φαντάσματα του παρελθόντος, αλλά και για τις διεκδικήσεις του παρόντος και του μέλλοντος.
Η παράσταση
Η ηττημένη επανάσταση των gay της δεκαετίας του ‘60 και το σημερινό αίτημα για κοινωνική αποδοχή συγκρούονται και ταυτόχρονα γεννούν και τρέφουν την έλξη που ενώνει τους δύο ήρωες. Η παράσταση αναζητά κάτω από τη μετωπική και θυελλώδη σύγκρουση της ερωτικής συνάντησης τα ημιτόνια και αγωνίζεται να διατηρήσει τα ερωτήματα ανοιχτά. Αυτό άλλωστε ζητά από τον σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς το ιδιαιτέρως εύθραυστο και εξομολογητικό έργο του Σέρμαν. Το καθιστικό του Μπο είναι ταυτόχρονα ανοιχτό και κλειστό στον δημόσιο χώρο, πότε περιχαρακώνεται, πότε γίνεται παράθυρο στον κόσμο. Ο σκηνικός χώρος είναι το εσωτερικό τοπίο του Μπο, μέσα από τα μάτια του Ρούφους. Τα σώματα των δύο εραστών είναι τόσο ασύμβατα μεταξύ τους ώστε μοιάζουν να είναι το ένα πλασμένο για το άλλο. Διαφορετικές θερμοκρασίες, διαφορετικοί ρυθμοί, διαφορετικά σχήματα. Παράδοξο; Ναι. Όσο και η ανθρώπινη ψυχή. Όσο και κάθε ερωτική ιστορία.
Παρόλα αυτά, αυτοί οι δύο διαφορετικοί κόσμοι σμίγουν. Για την ακρίβεια, ο ένας επιτρέπει στον εαυτό του να παρασυρθεί από τον άλλο· σαν δύο παραπόταμοι που συγκλίνουν και τελικά ενώνονται με το μεγάλο ρεύμα της ζωής, που αναπόφευκτα πηγαίνει μπροστά.
Δεν είναι διόλου εύκολη υπόθεση η σκηνοθεσία ενός έργου πολυδιάστατου, πολυπρισματικού, σαν κι αυτό, γιατί ακριβώς το άνοιγμα της βεντάλιας των δρωμένων δημιουργεί ειδικές συνθήκες που απαιτούν ανάλογη και πρωτίστως προσεκτική διαχείριση. Ως εκ τούτου, η «απόσταση» και η διάθλαση της ιστορίας μετουσιώνεται σε ένα «άτακτο» οδοιπορικό, κεντημένο με φιλοσοφικά θεατρογραφήματα. Ρεαλιστικό και συνάμα σουρεαλιστικό, πλούσιο με τους χυμούς της ζωής αλλά ακόμη πλουσιότερο με τις αναθυμιάσεις της βίας. Με φαινομενικά σταθερή και καθαρή σκηνοθετική πυξίδα αυτό το μεταμοντέρνο «υβρίδιο» μπορεί εύκολα να καταλήξει σε ένα φιάσκο. Και από αυτήν την άποψη ο Γιάννης Λεοντάρης κέρδισε ένα δύσκολο στοίχημα, διδάσκοντας τους ρόλους επάνω σε δύο άξονες: έναν δραματικό (αλά Στανισλάφσκι) και έναν μεταδραματικό (αλά Μπρεχτ). Ως εκ τούτου ένας ολόκληρος κόσμος, σχεδόν απτός αναδιατάσεται και ξεδιπλώνεται στο σαλόνι του Μπο. Η σκηνοθετική οπτική του Γιάννη Λεοντάρη πάνω στο σπουδαίο έργο του Μάρτιν Σέρμαν του ερείδεται καταρχήν στα αρχετυπικά υλικά της θεατρικής σύμβασης: τους ηθοποιούς, το σανίδι, τα φώτα και τη μουσική. H απλή άλλωστε και λιτή σκηνογραφία, καθώς και τα απέριττα κοστούμια των ηθοποιών σε επιμέλεια της Μικαέλα Λιακατά τα οποία δεν ευνοούν τον εντυπωσιασμό του κοινού από τον καλλιτεχνικό φόρτο και την αισθητική εκζήτηση, αλλά (το αντίθετο μάλιστα), αποθαρρύνουν τον εκμαυλισμό της συνείδησής του, επιτρέποντας με περιτεχνο τρόπο την πρόκληση και συνεπίκρουρη ανάπτυξη του κριτικού στοχασμού. Αναμειγνύοντας παράλληλα, το κινηματογραφικό με το θεατρικό του στίγμα, ο σκηνοθέτης Γιάννης Λεοντάρης πετυχαίνει να συγκεράσει την ιδιομορφία του έργου: Να μπλέξει το ιδιωτικό με το δημόσιο, το ατομικό με το συλλογικό, το τοπικό με το παγκόσμιο χαριτώνοντάς μας με μια υψηλης συγκινησιακής φόρτισης, ντοκουμενταρίστικη αισθητική.
Οι ερμηνείες
Συνιστά αναμφήριστα μεγάλο στοίχημα να υποδυθεί κανείς ένα gay χαρακτήρα, έχοντας απεκδυθεί όλα τα στερεότυπα που του έχουν φορτώσει, κατά καιρούς, κινηματογραφικές και θεατρικές αποδόσεις. Να μορφοποιήσει, δηλαδή, το πρόσωπο στην κανονική του διάσταση. Σ’ αυτό, ομολογουμένως, επιτυγχάνουν διαρρήδην και οι δύο πρωταγωνιστές της παράστασης.
Εντούτοις, ο Περικλής Μουστάκης απόλυτα εστιασμένος στον ρόλο του, ανεβάζει πολύ ψηλά τον πήχη. Πάλλεται καθόλη τη διάρκεια του έργου από την ενέργεια που απαιτεί η στιγμή: Είναι εσωτερικός, μετρημένος, δεν παίζει εν ου παικτοίς με τα όρια της θηλυπρέπειας και έτσι καταφέρνει να συγκινεί και να κάνει το χιούμορ του έργου να φαντάζει βιτριολικό. Εμβολιάζει το δίχως άλλο την ερμηνεία του με ενέργεια εντυπωσιακή, με ποικιλότητα και επικοινωνιακή αμεσότητα. Έχει τις λύσεις στις αδιόρατες συνειρμικές διαδρομές της ιστορίας ώστε να μας παραδώσει τις ψυχικές και θρηνητικές μεταπτώσεις του, τις κορυφώσεις και τις γειώσεις του, μαζί με μία καλά υπολογισμένη ευθραυστότητα. Κατακτημένη τεχνική και γνήσιο εσώτερο αίσθημα τον χαρακτηρίζουν.
Στο πλευρό του, ο Μάνος Καρατζογιάννης αποδεικνύεται ισόπαλος συναγωνιστής του: Ενσωματώνει στη σκηνική του παρουσία τη νέα εποχή που ο ήρωας του εκπροσωπεί και είναι αυτός που κυοφορεί την ελπίδα ως μια αγωνιστική δύναμη. Με εφόδιό του την πολύ καλή του άρθρωση μας χαρίζει έναν ρόλο πέραν του μέτρου, τον οποίο κατάφερε, παίζοντας με νεανική ορμή αλλά και με μέτρο και καλά κουρδισμένη ταχυλογία, να αναδείξει, κερδίζοντας παράλληλα και τη «συμπάθεια» όλων μας.
Στο πλάι τους, παρά τον σύντομο ρόλο του, αξιοσημείωτη είναι και η φρέσκια παρουσία του Δημήτρη Ροϊδη ως Χάρι, στον νευραλγικής σημασίας καταλύτη στη σχέση των κεντρικών ηρώων. Πυκνώνει σταδιακά τις αντιστοιχίες του με τους άλλους, για να βρεθεί στο τέλος μαζί τους συντονισμένος σε μία ευεργετική ευθεία.
Συμπερασματικά, στο δημοτικό θέατρο Καλαμαριάς «Μελίνα Μερκούρη παρακολουθήσαμε μια συγκλονιστική παρακαταθήκη του σπουδαίου Μάρτιν Σέρμαν. Η δύναμή του δεν έγκειται στην ποσότητα των εργαλείων που χρησιμοποιεί, αλλά στο ξάφνιασμα που προκαλεί η διαφωνία των στιλ. Αποτελεί ένα έργο ορόσημο, διότι μέσω του κεντρικού προβληματισμού του σε συνδυασμό με τον άψογο χειρισμό των εργαλείων της θεατρικότητας, ο συγγραφέας καταφέρνει να δημιουργήσει νέες μορφές ορατότητας και να προκαλέσει τη σκέψη και την εκ νέου τοποθέτηση πάνω στις βεβαιότητες. Πρόκειται για έργο με πολιτικό και κοινωνικό πρόσημο, δοσμένο με θέρμη και ανθρωπιά, τόσο σε σκηνοθετικό όσο και σε ερμηνευτικό επίπεδο, για μια πολυσημαίνουσα παράσταση, σε ρυθμούς χορευτικού πατινάζ, αρκούντως ενδιαφέρουσα.
Κριτική :Ευθύμιος Ιωαννίδης
Xαίρετε, είμαι ο Ευθύμιος, είμαι φιλόλογος και συντάκτης της πολιτιστικής ιστοσελίδας Thess culture.gr. Aγαπώ πολύ τη μουσική, τις τέχνες, την ανάγνωση και το θέατρο, ενώ συνεντεύξεις μου και κριτικές μου έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς στον ηλεκτρονικό τύπο. Διαχειρίζομαι παράλληλα τις σελίδες «Ορθογραφία και ορθοέπεια», «Βιβλιοφιλία και βιβλιολογία» και υπήρξα επί πολλά έτη ενεργό μέλος και συντονιστής στις λέσχες ανάγνωσης των βιβλιοθηκών του Δήμου Κορδελιού- Ευόσμου.