TOP

ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ “ΠΡΑΓΑ” ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ

Κριτική: Ευθύμιος Ιωαννίδης

Ποιος είναι ο Javier de Dios

O Javier de Dios (1966-) είναι συγγραφέας, φιλόλογος σκηνοθέτης και καθηγητής. Από το 1990 έως το 2018 δίδαξε ισπανική γλώσσα και λογοτεχνία, σκηνικές τέχνες σε κέντρα μέσης εκπαίδευσης και θεατρική γραφή στο Πανεπιστήμιο του Αλκαλά στη Μαδρίτη. Είναι ο δημιουργός και ο σκηνοθέτης του θιάσου La Barca Teatro (1996-2017), ενώ από το 2018 έως το 2022 διηύθυνε το Κέντρο Τεκμηρίωσης Σκηνικών Τεχνών και Μουσικής του Εθνικού Ινστιτούτου Σκηνικών Τεχνών και Τεκμηρίωσης (ΙΝΑΕΜ) του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού. Το 2022 έγινε γενικός υποδιευθυντής στον τομέα του θεάτρου, επίσης στο ΙΝΑΕΜ. Έργα του έχουν διακριθεί, μεταφραστεί και ανέβει σε πολλές ευρωπαικές γλώσσες και χώρες, καθώς και στην Αμερική.

Το έργο

Η Πράγα ανέβηκε για πρώτη φορά το 2013 στη Μαδρίτη, περίοδο αστάθειας της ευρωπαϊκής οικονομίας και έχει ως θέμα την αγάπη, τη φιλία και το πέρασμα του πανδαμάτορα χρόνου. Οι ολοκληρωμένοι χαρακτήρες, η δυνατή πλοκή του έργου, ο τρόπος που το χιούμορ και η ελαφρότητα συνδυάζονται αρμονικά με την πιο πικρή πλευρά της ζωής, δημιουργούν αναμφήριστα ένα κείμενο ευχάριστο και τολμηρό που υπενθυμίζει την κρυστάλλινη ευθραυστότητα αλλά και ανθεκτικότητα των ανθρώπινων σχέσεων και ψυχισμών. Την ισορροπία ανάμεσα σε ό,τι αντιστέκεται στον χρόνο και σε εκείνο που η ίδια η ζωή δεν αφήνει αναλλοίωτο….

Το έργο αναμετράται με διάφορα ζητήματα στο φάσμα της ανθρώπινης ύπαρξης, τη σπουδαιότητα του «τώρα» και την αβάσταχτη αναπόληση του «τότε». Το «αύριο» που φαντάζει ουτοπικό δίχως την ύπαρξη του «τώρα» και το «τώρα» που φαίνεται λίγο, μπροστά στη μεγαλοπρέπεια του «τότε». Η ομόφυλη καθώς και η μονογονεϊκή τεκνοποίηση και τεκνοθεσία είναι ένα βασικό ζήτημα που έρχεται να υπογραμμίσει το αίσθημα της μοναξιάς αλλά και τη δυσκολία στην επικοινωνία των χαρακτήρων. Πόσο σημαντικό είναι τελικά να έχεις κάτι σπουδαίο να αναπολείς, προκειμένου να βρεις τη δύναμη να προχωρήσεις μπροστά; Με αφορμή τη διαφωνία των δύο αντρών γύρω από το θέμα της υιοθεσίας ενός παιδιού -μία απόφαση που τους φέρνει αντιμέτωπους με την υπαρξιακή ανάγκη για συνέχεια, την ανάληψη ευθυνών, τον φόβο της μετάβασης σε μια διαφορετική καθημερινότητα, το πέρασμα στη συνθήκη της γονεϊκότητας- ο συγγραφέας αναδεικνύει σύγχρονα κοινωνικά ζητήματα, όπως φωτίζονται μέσα από τις διαπροσωπικές σχέσεις και τα σημερινά αδιέξοδα.

 Ο Χαβιέρ δε Διός (Javier de Dios) θέτει ερωτήματα γύρω από τους αναγκαίους συμβιβασμούς μέσα στις σχέσεις που διαρκούν αλλά και γύρω από τις δυνατότητες κατανόησης του εαυτού και του άλλου μέσα από τα μεταβατικά στάδια ενηλικίωσης, στο πέρασμα προς την ωριμότητα. Αναφέρεται ως εκ τούτου σε κάποιους ουδούς της συνείδησης που υπάρχουν στη ζωή μας, που πρέπει να διαβούμε ώστε να προχωράμε απρόσκοπτα· αποβάλλοντας τα βάρη και εστιάζοντας στην όντως ουσία της ύπαρξής μας. Πρόκειται για ένα έργο με μια ευαισθησία και τρυφερότητα σπάνια, ιδιότητες που αποδίδονται με έναν ευφυή αυτοσαρκασμό. Οι πρωταγωνιστές του είναι οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, οι γείτονες, οι φίλοι μας, εμείς οι ίδιοι σε μια περίοδο όπου έχουν περάσει τα πρώτα νιάτα κι εμείς πλέον είμαστε πρόθυμα βυθισμένοι σε ένα πέλαγος νοσταλγίας. Μας σαρώνει δε και μεταμορφώνει το παρόν μας σε σχεδία η ατέρμονη αναπόληση που πλέει στο νερό, ενώ εμείς καθόμαστε επάνω της και κοιτάμε προς τα πίσω, μόνο προς τα πίσω, αναζητώντας τη χαμένη Ιθάκη μας.

 Μια Ιθάκη που εκτιμάμε αναδρομικά και την ανακαλούμε για να τυλίξει σαν γάζα τις πληγές μας, θαρρείς και οι αναμνήσεις μας έχουν τη δυνατότητα να διαποτίζουν το παρόν μας…Ο σπόρος όμως της δυστυχίας κρύβεται ως γνωστον, στην καρδιά της ευτυχίας και η ελπίδα αναβλύζει εντός μας σαν το ρετσίνι στο δέντρο, σαν το αίμα από την πληγή. Ο χρόνος, αυτός ο «γερο-κλέφτης με το αθόρυβο βήμα» διαβρώνει, υπονομεύει, ξεσκίζει, σωριάζει καταγής τα νιάτα, τα όνειρα, τις ελπίδες, τις προσπάθειές μας, υψώνοντας στη θέση τους εύθραστες τριγωνικές ισορροπίες σαν κρύσταλλα βοημίας. Η ζωή μας φαντάζει σαν ένας ιμάντας μεταφοράς απελπισίας κι όμως είναι στο χέρι μας να πάρουμε μια βαθιά ανάσα, να πιούμε την τελευταία γουλιά από το ποτό μας και παρόλο που τα κρύσταλλα Βοημίας παραμένουν θαυμαστά, όπως τότε που τα ερωτευτήκαμε στο παλαιοπωλείο της Πράγας μας· σε εμάς έγκειται η επιλογή να τα θρυμματίσουμε σε χίλια κομμάτια… Τι όμως είναι η Πράγα γι’ αυτούς τους ανθρώπους;

 Η Πράγα συμβολίζει το ιδανικό, το απόλυτο, τον έρωτα στα καλύτερά του, τις προβολές μας… το κάθε πέρσι και καλύτερα! Συμβολίζει την εποχή που ανακάλυπτες τον έρωτα με την ίδια όρεξη και τον ενθουσιασμό που είχες να ανακαλύψεις μια νέα πόλη, μια νέα χώρα, έναν άλλο πολιτισμό. Να βγεις από το σπίτι σου, από τη μικρή προστατευμένη σου φωλιά, και να γνωρίσεις το κάτι καινούργιο, το κάτι διαφορετικό. Αυτό το διαφορετικό που σε κάνει να αισθάνεσαι ότι «ζεις» και όχι ότι απλώς υπάρχεις. Αυτό το ιδανικό που σε κάνει να θες να «δεις» σε βάθος και όχι απλώς να «κοιτάξεις». Όταν εντούτοις σχιστούν επιτέλους τα βήλα της ομίχλης που σκέπαζαν με βελούδινο τρόπο τα πάντα γύρω μας, θα λουστούμε το ζείδωρο φως της αλήθειας.

 Πέρα, ωστόσο, από αυτό η Πράγα μιλάει και για την αξιοπρέπειά μας, αλλά και για κοινωνικά δικαιώματα που πρέπει να αναγνωριστούν. Μια αξιοπρέπεια που όλοι μοιραζόμαστε διότι είμαστε άνθρωποι, ανεξάρτητα από ζητήματα, όπως είναι για παράδειγμα ο σεξουαλικός μας προσανατολισμός. Η κατάκτηση άλλωστε της αξιοπρέπειας είναι μια καθημερινή μάχη για όλους, συμπεριλαμβανομένης και της χώρας μας, στην οποία στάγδην δυστυχώς αλλάζουν τα ζητήματα που σχετίζονται με την αποδοχή της ομοφυλοφιλίας.

Και στο βάθος ένα ραδιόφωνο που φέρνει τον έξω κόσμο μέσα. Ένα ραδιόφωνο με ιστορίες της πόλης που σε κάνουν να πιστεύεις πως τελικά δε βαδίζεις μόνο… Πορευόμαστε επί της ουσίας ολομόναχοι μαζί…

Η υπόθεση

Η ιστορία μας διαδραματίζεται σε ένα διαμέρισμα στη Θεσσαλονίκη, μέσα σε μια νύχτα. Οι δυο ήρωές μας, ο Μπένι και ο Χάρης, ένα ζευγάρι που διανύει ήδη τα δεκαπέντε χρόνια σχέσης, ετοιμάζονται να υποδεχτούν μια πολύ καλή τους φίλη, τη Σουζάνα που επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη ύστερα από καιρό. Τρεις άνθρωποι «μόνοι-μαζί» που προσπαθούν να επαναδιαπραγματευθούν τις ζωές τους καθώς και όρους όπως η αγάπη, η φιλία, η γονεϊκότητα, το «τότε» και το «τώρα». Πρόκειται να βιώσουν μια βραδιά γεμάτη αποκαλύψεις, όνειρα, εφιάλτες, μοναξιά, συντροφικότητα, κρυφά σχέδια για το μέλλον και «ένοχα» μυστικά του παρελθόντος. Οι τρεις φίλοι αναμετρώνται πιο συγκεκριμένα με τον εαυτό τους, με τον χρόνο, με τις σταθερές της ζωής τους, δοκιμάζουν τα όρια της σχέσης τους και της αγάπης τους, δημιουργούν τριγωνισμούς, προσπαθούν να κατανοήσουν τους άλλους, να ρίξουν τις άμυνές τους και να υπερασπιστούν τις επιλογές που θα διαμορφώσουν το μέλλον τους. Η γλώσσα τους είναι φορτωμένη αλήθειες, πληγώνει, τραυματίζει. Πώς αντιδρούν οι χαρακτήρες στις αλήθειες αυτές; Αμύνονται, δραπετεύουν ή επιμένουν και επαναδιαπραγματεύονται τη ζωή και τα όριά τους;

Η παράσταση

Ο εν γένει προβολικός έρωτας και το σημερινό αίτημα για κοινωνική αποδοχή συγκρούονται και ταυτόχρονα γεννούν και τρέφουν την έλξη που ενώνει τους τρεις ήρωες. Η παράσταση αναζητά κάτω από τη μετωπική και θυελλώδη σύγκρουση της ερωτικής συνάντησης τα ημιτόνια και αγωνίζεται να διατηρήσει τα ερωτήματα ανοιχτά. Αυτό άλλωστε ζητά από τον σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς το ιδιαιτέρως εύθραυστο και εξομολογητικό έργο του Javier de Dios. Το καθιστικό των Μπένι και Χάρη είναι ταυτόχρονα ανοιχτό και κλειστό στον δημόσιο χώρο, πότε περιχαρακώνεται, πότε γίνεται παράθυρο στον κόσμο.

 Ο σκηνικός χώρος είναι το εσωτερικό τοπίο των δύο συντρόφων, μέσα από τα μάτια της Σουζάνας και των θεατών. Τα σώματα των δύο εραστών είναι τόσο ασύμβατα μεταξύ τους ώστε μοιάζουν να είναι το ένα πλασμένο για το άλλο. Διαφορετικές θερμοκρασίες, διαφορετικοί ρυθμοί, διαφορετικά σχήματα. Παράδοξο; Ναι. Όσο και η ανθρώπινη ψυχή. Όσο και κάθε ερωτική ιστορία. Ο ένας θαυμάζει και αναζητά στον άλλο αυτό που δεν έχει αναδείξει, καλλιεργήσει και αποδεχτεί τον animus και την anima εντός του.

Παρόλα αυτά, αυτοί οι δύο διαφορετικοί κόσμοι σμίγουν. Για την ακρίβεια, ο ένας επιτρέπει στον εαυτό του να παρασυρθεί από τον άλλο· σαν δύο παραπόταμοι που συγκλίνουν και τελικά ενώνονται με το μεγάλο ρεύμα της ζωής, που αναπόφευκτα πηγαίνει μπροστά.

Δεν είναι διόλου εύκολη υπόθεση η σκηνοθεσία ενός έργου πολυδιάστατου, πολυπρισματικού, σαν κι αυτό, γιατί ακριβώς το άνοιγμα της βεντάλιας των δρωμένων δημιουργεί ειδικές συνθήκες που απαιτούν ανάλογη και πρωτίστως προσεκτική διαχείριση. Ως εκ τούτου, η «απόσταση» και η διάθλαση της ιστορίας μετουσιώνεται σε ένα «άτακτο» οδοιπορικό, κεντημένο με φιλοσοφικά θεατρογραφήματα. Ρεαλιστικό και συνάμα σουρεαλιστικό, πλούσιο με τους χυμούς της ζωής αλλά ακόμη πλουσιότερο με τις αναθυμιάσεις της αδιόρατης βίας. Με φαινομενικά σταθερή και καθαρή σκηνοθετική πυξίδα αυτό το μεταμοντέρνο «υβρίδιο» μπορεί εύκολα να καταλήξει σε ένα φιάσκο. Και από αυτήν την άποψη ο drag artista, όπως αυτοπροσδιορίζεται, Θέμης Θεοχάρογλου κέρδισε ένα δύσκολο στοίχημα, διδάσκοντας τους ρόλους επάνω σε δύο άξονες: έναν δραματικό (αλά Στανισλάφσκι) και έναν μεταδραματικό (αλά Μπρεχτ). Ως εκ τούτου ένας ολόκληρος κόσμος, σχεδόν απτός αναδιατάσεται και ξεδιπλώνεται στο σαλόνι των δύο σύνευνων.

Η σκηνοθετική οπτική του Θέμη Θεοχάρογλου πάνω στο σπουδαίο έργο του Javier de Dios του ερείδεται καταρχήν στα αρχετυπικά υλικά της θεατρικής σύμβασης: τους ηθοποιούς, το σανίδι, τα φώτα και τη μουσική. H υποβλητική συνάμα και λιτή, συμπεριληπτική σκηνογραφία, καθώς και τα αρμόζοντα κοστούμια των ηθοποιών σε επιμέλεια της Νεφέλης Μυρτίδη, τα οποία δεν ευνοούν τον εντυπωσιασμό του κοινού από τον καλλιτεχνικό φόρτο και την αισθητική εκζήτηση, αλλά (το αντίθετο μάλιστα), αποθαρρύνουν τον εκμαυλισμό της συνείδησής του, επιτρέποντας με περιτεχνο τρόπο την πρόκληση και συνεπίκρουρη συμμετοχή του που οδηγεί κλιμακωτά στην ανάπτυξη του κριτικού στοχασμού.

Ο σκηνικός χώρος και η πλατεία ενώνονται σε μια εικαστική συμμετοχική εγκατάσταση αποτελούμενη απο διαφορετικές καρέκλες που η κάθε μια είναι φορτωμένη με διάφορα μηνύματα αναφορικά με την ταυτότητα, τη μνήμη και τη σωματικότητα. Ο χώρος ξετυλίγεται δίκην διαλογικής-δραματοποιημένης παρουσίασης, όπου τα διαχρονικά και πανανθρώπινα ψυχογραφικά αιτήματα διεκδικούν δικαίωση και ορατότητα.  Αναμειγνύοντας παράλληλα, το ραδιοφωνικό με το θεατρικό του στίγμα, ο σκηνοθέτης Θέμης Θεοχάρογλου πετυχαίνει να συγκεράσει την ιδιομορφία του έργου: Να μπλέξει το ιδιωτικό με το δημόσιο, το ατομικό με το συλλογικό, το τοπικό με το παγκόσμιο χαριτώνοντάς μας με μια υψηλης συγκινησιακής φόρτισης, ντοκουμενταρίστικη αισθητική.

Συγχρόνως, οι περίτεχνες φωτοσκιάσεις της Ζωής Μολυβδά-Φαμέλη και η μουσική σε επιμέλεια του Σπύρου Παρασκευάκου συνεπικουρούν το τελικο αποτέλεσμα και λειτουργούν ως δραματικός παράγοντας που ενισχύουν τις υπαρξιακές συγκρούσεις των ήρωων. Με εφόδιο μάλιστα τον ασθματικό λόγο στη σκηνή, οι ηθικοί προβληματισμοί με τους οποίους καταπιάνεται το κείμενο του de Dios, ανταμώνουν, με αντίλαλη αίσθηση, σε παραλληλισμούς διασταυρώσεων, εξορίζονται και σμίγουν εκ νέου σε υπερβατικά όντα με ένα και μοναδικό σκοπό: να «τελεσιδικήσουν» αναφορικά με τις ματαιώσεις των αφηγητών και να ρίξουν ωσαύτως ανέσπερο φως στα πυκνά σκοτάδια της ψυχοσύνθεσής τους.

Οι ερμηνείες

Συνιστά αναμφίλεκτα μεγάλο στοίχημα να υποδυθεί κανείς έναν gay χαρακτήρα, έχοντας απεκδυθεί όλα τα στερεότυπα που του έχουν φορτώσει, κατά καιρούς, κινηματογραφικές και θεατρικές αποδόσεις. Να μορφοποιήσει, δηλαδή, το πρόσωπο στην κανονική του διάσταση. Σ’ αυτό, ομολογουμένως, επιτυγχάνουν διαρρήδην και οι δύο πρωταγωνιστές της παράστασης.

Εντούτοις, ο Γιάννης Τομάζος απόλυτα εστιασμένος στον ρόλο του, ανεβάζει πολύ ψηλά τον πήχη. Πάλλεται καθόλη τη διάρκεια του έργου από την ενέργεια που απαιτεί η στιγμή: Είναι εσωτερικός, μετρημένος, δεν παίζει εν ου παικτοίς με τα όρια της θηλυπρέπειας και έτσι καταφέρνει να συγκινεί και να κάνει το χιούμορ του έργου να φαντάζει βιτριολικό. Εμβολιάζει το δίχως άλλο την ερμηνεία του με ενέργεια εντυπωσιακή, με ποικιλότητα και επικοινωνιακή αμεσότητα. Έχει τις λύσεις στις αδιόρατες συνειρμικές διαδρομές της ιστορίας ώστε να μας παραδώσει τις ψυχικές και θρηνητικές μεταπτώσεις του, τις κορυφώσεις και τις γειώσεις του, μαζί με μία καλά υπολογισμένη ευθραυστότητα. Κατακτημένη τεχνική και γνήσιο εσώτερο αίσθημα τον χαρακτηρίζουν.

Στο πλευρό του, ο ευσταλής Χρήστος Μαστρογιαννίδης αποδεικνύεται ισόπαλος συναγωνιστής του: Ενσωματώνει στη σκηνική του παρουσία τους θιασώτες της ανδροπρέπειας. Ο ήρωας του, ωστόσο, δεν απορρίπτει τον «προκλητικό» θηλυπρεπή, αλλά έλκεται από έναν τέτοιο έκπροσωπο, συνάπτει σχέση και τολμά να συμβιώνει μαζί του και είναι έτσι αυτός που ουσιαστικά κυοφορεί την ελπίδα μέσα στην εν γένει ομοφοβική γκέι κοινότητα, ως μια αγωνιστική δύναμη. Με εφόδιό του μάλιστα την πολύ καλή του άρθρωση μας χαρίζει έναν ρόλο πέραν του μέτρου, τον οποίο κατάφερε, παίζοντας με νεανική ορμή αλλά και με μέτρο και καλά κουρδισμένη ταχυλογία, να αναδείξει, κερδίζοντας παράλληλα και τη «συμπάθεια» όλων μας.

Στο πλάι τους και καταλύτης τριγωνικών σχημάτων στη σχέση των δύο κεντρικών ηρώων είναι η Λουκία Βασιλείου στον ρόλο της Σουζάνας. Η πολύ ικανή ηθοποιός με εφόδιό της  τον πλήρη έλεγχο των ασκημένων εκφραστικών της μέσων και την εξαίσια φυσική της κατάσταση, ζωγραφίζει το πορτρέτο της μποέμ, ανοιχτόμυαλης φίλης με αξιοθαύμαστη προσήλωση και σεβασμό. Δίνει πνοή σε έναν εξαιρετικά σύνθετο χαρακτήρα. Καταφέρνει μάλιστα να προκαλέσει το έλεος των θεατών, οι οποίοι είναι σε θέση να αιτιολογήσουν και όχι να δικαιολογήσουν τα κίνητρα της συμπεριφοράς και της στάσης της. Πιο συγκεκριμένα με το ερμηνευτικό εκτόπισμα της ηθοποιού καθίσταται εναργές ότι αγαπά τους δύο φίλους της, όπως ακριβώς αγαπά τον εαυτό της, εγωιστικά, άγρια, συνεξαρτητικά, ενοχικά, τιμωρητικά, συνθήκη που συναντάται πολύ συχνά στην καθημερινή ζωή.

Οι ηθοποιοί που ενσάρκωσαν τις ηθικές απορίες του συγγραφέα, έδωσαν σταδιακά την εικόνα της ανεμελιάς, των περιορισμών, της ανημποριάς, της αγωνίας, των διλημμάτων, του απολογισμού, ενώ οι ερμηνείες ήταν συλλήβδην αυθεντικές και σαφώς εγγεγραμμένες στον άξονα των υπαρξιακών ζητημάτων: της ατομικής ευθύνης και του οντολογικού ζητήματος του θείου εξιδανικευμένου και αγνού έρωτα που οιστρηλατεί αναφανδόν το είναι μας και επιζητά διαιώνιση…

Οι πολύ δε ικανοί και ταλαντούχοι ηθοποιοί όντες πανταχού παροντες στη διάρκεια της παράστασης, καταθέτουν τω όντι μια μεστή ερμηνεία επί σκηνής και όχι μόνο, η οποία γέμει αυθεντικής και δεινής απεύθυνσης που ξεχειλίζει από ερμηνευτική υπευθυνότητα. Αποτελούν πράγματι μια καλοκουρδισμένη ομάδα και είναι αναντίλεκτα απολαυστικοί στο σωματικό παίξιμό τους.

Συμπερασματικά, στο φουαγιέ του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος παρακολουθήσαμε μια συγκλονιστική παρακαταθήκη του σπουδαίου Javier de Dios. Η δύναμή του δεν έγκειται στην ποσότητα των εργαλείων που χρησιμοποιεί, αλλά στο ξάφνιασμα που προκαλεί η διαφωνία των στιλ. Αποτελεί ένα έργο ορόσημο, διότι μέσω του κεντρικού προβληματισμού του σε συνδυασμό με τον άψογο χειρισμό των εργαλείων της θεατρικότητας, ο συγγραφέας καταφέρνει να δημιουργήσει νέες μορφές ορατότητας και να προκαλέσει τη σκέψη και την εκ νέου τοποθέτηση πάνω στις βεβαιότητες. Πρόκειται για έργο με πολιτικό και κοινωνικό πρόσημο, δοσμένο με θέρμη και ανθρωπιά, τόσο σε σκηνοθετικό όσο και σε ερμηνευτικό επίπεδο, για μια πολυσημαίνουσα παράσταση, σε ρυθμούς χορευτικού πατινάζ, αρκούντως ενδιαφέρουσα.

Credits Photos : under That long black cloud

Κριτική :Ευθύμιος Ιωαννίδης

Xαίρετε, είμαι ο Ευθύμιος, είμαι φιλόλογος και συντάκτης της πολιτιστικής ιστοσελίδας Thess culture.gr. Aγαπώ πολύ τη μουσική, τις τέχνες, την ανάγνωση και το θέατρο, ενώ συνεντεύξεις μου και κριτικές μου έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς στον ηλεκτρονικό τύπο. Διαχειρίζομαι παράλληλα τις σελίδες «Ορθογραφία και ορθοέπεια», «Βιβλιοφιλία και βιβλιολογία» και υπήρξα επί πολλά έτη ενεργό μέλος και συντονιστής στις λέσχες ανάγνωσης των βιβλιοθηκών του Δήμου Κορδελιού- Ευόσμου.