ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Κείμενο:Νίκη Θαλασσινού
Στεκόταν μπροστά στην ανοιχτή ντουλάπα. Βαρέθηκε τα ίδια και τα ίδια. Κάθε φορά που έβγαινε έξω το ίδιο τζιν, μια μπλούζα ότι πιάσει και το μπουφάν. Το ίδιο κι αυτό. Στην επιστροφή, έξω το μπουφάν για αερισμό και τα υπόλοιπα απ’ ευθείας στο πλυντήριο. Άλλαζε κι η εποχή όπου να ‘ναι –αλλά που- και πότε θα φορούσε πάλι εκείνο το φόρεμα που της είχε κάνει δώρο στην επέτειο. Του χρόνου; Ας γελάσω. Εδώ είμαστε στο ποιος ζει, ποιος πεθαίνει. Σήμερα θα το φορούσε και θα πήγαινε στο σούπερ-μάρκετ. Γιατί, όχι. Η λίστα με τα ψώνια έτοιμη και τα γάντια στην τσέπη του παλτού. Του καλού. Του γούνινου. Οικολογική γούνα βέβαια γιατί η Ξένη είναι μια κοκέτα με περιβαλλοντική συνείδηση. Φόρεσε και τη μάσκα της μπροστά στον καθρέφτη. Είχε βαφτεί βέβαια, λόγω του επίσημου ενδύματος, άσχετα αν αυτό φαινόταν ή όχι, και έμοιαζε με εκείνες τις γυναίκες που φορούν μπούρκα και βλέπεις μόνο τα μάτια τους. Αλλά τι μάτια έχουν οι άτιμες, σκέφτηκε.
Έφτασε έξω από το σούπερ-μάρκετ κρατώντας την υπεύθυνη δήλωση μέσα στην τσέπη της. Μια ομάδα ένστολων προσπαθούσε να βάλει σε τάξη ένα τσούρμο παππούδες που πλακώνονταν για τη σειρά. Ένας μάλιστα, από αυτούς που στις μέρες μας αποκαλείται αξιοπρεπής ηλικιωμένος, τα είχε βάλει με κάτι κακομοίρηδες ξένους γιατί λέει αυτοί μας έφεραν τον ιό και πρέπει να περάσει μπροστά γιατί έχει βρογχοπνευμονία και σε άπταιστη καθαρεύουσα όλα αυτά. Γιατί σ’ αυτή τη γλώσσα μιλούν οι αξιοπρεπείς ηλικιωμένοι σαν του λόγου του. Η κοπέλα που συνήθως ήταν στο μανάβικο, είχε αλλάξει πόστο λόγω του ιού και εκτελούσε χρέη πορτιέρη στη νέα τάξη πραγμάτων. Την άκουσε η Ξένη με τα αφτιά της να λέει στον αστυνομικό: «Πάντως να ξέρετε, ότι εγώ δεν πρόκειται να αφήσω κανέναν να περάσει μπροστά επειδή είναι συντηρητικός και φοβάται τους ξένους».
Έτσι όπως περίμενε στην ουρά ανάρια-ανάρια, να σου ένας μπάτσος. Όπα, αστυνομικός ήθελε να σκεφτεί, όργανο ρε παιδί μου. Άκου όργανο; Την πλησιάζει κι αυτή απομακρύνεται. Όχι που ήταν μπάτσος, αλλά οι οδηγίες το έλεγαν. Στα δύο μέτρα, άντε το πολύ στο ένα μέτρο. «Έχετε μαζί σας δήλωση ή sms;» «Μάλιστα, ορίστε». Και βγάζει η Ξένη και του μοστράρει με τεντωμένο το χέρι τη λίστα με τα ψώνια μπροστά στη μούρη. «Τι είναι αυτό κυρία μου; Ταυτότητα έχετε μαζί σας;», «Ωχ συγγνώμη, λάθος». Βάζει πάλι το χέρι στη τσέπη μαγκώνει το μονόπετρο στη φόδρα. Γιατί και αυτό ταίριαζε, γιατί να μην το βάλει; Άσε που ήταν μοναδική ευκαιρία τώρα με το γάντι, αφού χωρίς της έπεφτε. Βλέπεις όταν έγινε η πρόταση ήταν έγκυος και πρησμένα τα δάχτυλα. Δεν το ξαναφόρεσε μετά η καημένη. Βγάζει εν τέλει, αφού έσκισε τη φόδρα πάνω στην ταραχή, το σωστό χαρτί. Το όργανο του νόμου και της τάξης αρχίζει να διαβάζει: «Εγώ η Πολυξένη Βαρθαλούκα, Ταυτότητα παρακαλώ, δηλώνω υπεύθυνα ότι θα πεταχτώ μέχρι το σούπερ μάρκετ της γειτονιάς μου. Ώρα 11:30 π.μ. 23/3/2023». Ρε Στέλιο πόσο έχει ο μήνας σήμερα, ρωτάει το έτερο όργανο. Υπογραφή και λοιπά. Και να σας ρωτήσω, γιατί δε στέλνατε το μήνυμα να τελειώνουμε, γυρίζει προς την Ξένη. Δεν είναι εντάξει το χαρτί, του απαντά απορημένη. Εε, εντάξει είναι τέλος πάντων.
Στην πλατεία με το Δημαρχείο, η φωτεινή πινακίδα που άλλοτε έδειχνε την ημερομηνία, την ώρα και τη θερμοκρασία, τώρα έλεγε: 12η μέρα καραντίνας, 2.358 κρούσματα, 167 νεκροί, ΜΗΝ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙΤΕ.
1η μέρα καραντίνας
Στη γωνία της τράπεζας ένας άστεγος καμιά πενηνταριά χρονών, ίσως και λιγότερο, αφού οι άνθρωποι αυτοί εκτός από το όνομα που τους λείπει, μοιάζουν σα να μην έχουν και ηλικία. Η ιδιότητα αυτή, ας την πούμε, καταπίνει όλα τα υπόλοιπα προσδιοριστικά γνωρίσματα που έχουν τα “κανονικά” άτομα. Ξύπνησε λοιπόν το πρωί και διέγνωσε μια περίεργη ακινησία. Όχι, δεν ήταν η ησυχία της πόλης τον δεκαπενταύγουστο. Ήταν αλλιώς. Πολύ λίγος κόσμος περπατούσε για τη δουλειά, στη στάση του λεωφορείου οι άνθρωποι στέκονταν μακριά ο ένας απ’ τον άλλο και οι περισσότεροι φορούσαν μάσκες χειρουργικές. Άλλοι ήταν με μαντήλια στο πρόσωπο και γάντια μιας χρήσης στα χέρια. Προχώρησε από το «σημείο του» και στήθηκε μπροστά στο μαγαζί με τις ηλεκτρονικές συσκευές να δει τι έλεγε η τηλεόραση. Όλες οι τηλεοράσεις –καθεμία σε άλλο κανάλι- είχαν έκτακτη επικαιρότητα. Στο κρατικό κανάλι, η δημοσιογράφος στο ένα παράθυρο και στο άλλο ένας καθηγητής λοιμωξιολόγος όνομα και πράγμα. Και μόνο που τον έβλεπες καταλάβαινες πόσο αποστειρωμένος ήταν ή πόσο φοβόταν τον ιό, όπως το πάρει κανείς. Μύτη μυτερή, χείλη μια γραμμή που άνοιγε ίσα-ίσα για να μιλήσει. Ήταν προφανές, χωρίς φυσικά να τον ακούει, ότι αυτός ο άνθρωπος δεν πρέπει να χρησιμοποιούσε καμία λέξη με «α» ή «ο». Όλες οι τρύπες του προσώπου του κλειστές, σαν τις καμήλες στην έρημο εν μέσω αμμοθύελλας. Και από κάτω τα σούπερ –ναι τα ήξερε αυτά. Τι νομίζετε ένας άστεγος δεν έχει ζωή πριν να γίνει τέτοιος, στο δρόμο γεννιέται; Σε κανάλι δούλευε πριν. ΣΕ ΚΑΡΑΝΤΙΝΑ ΟΛΗ Η ΧΩΡΑ ΛΟΓΩ ΤΟΥ ΙΟΥ, ΣΕ ΛΙΓΟ ΤΟ ΔΙΑΓΓΕΛΜΑ ΤΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ, ΜΕΝΟΥΜΕ ΜΕΣΑ: ΑΥΣΤΗΡΕΣ ΧΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΟΙΝΕΣ ΕΩΣ ΚΑΙ ΦΥΛΑΚΙΣΗ ΣΤΟΥΣ ΠΑΡΑΒΑΤΕΣ ΤΗΣ ΚΑΡΑΝΤΙΝΑΣ. Γι’ αυτόν άραγε τι ίσχυε για την καραντίνα; Τίποτα μάλλον, όπως σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις.
Ημέρα 0 (ή μια μέρα πριν την επιβολή καραντίνας)
Στο κυβερνητικό επιτελείο είχε σημάνει ο απαραίτητος συναγερμός. Τα νέα από τις γειτονικές χώρες δεν ήταν αισιόδοξα. Ο ιός κάλπαζε και άφηνε πίσω του εκατόμβες νεκρών. Οι ΜΤΘ (Μονάδες Τελευταίας Θεραπείας) γεμάτες, άνθρωποι πέθαναν στο δρόμο, παρατημένοι στα γηροκομεία, μόνοι στα σπίτια τους. Στο γραφείο του πρωθυπουργού βρισκόταν ο επικεφαλής της επιστημονικής επιτροπής εναντίον του ιού. Το μόνο που μπορεί να μας σώσει είναι να τους κλείσουμε μέσα, εισηγήθηκε ο γιατρός.Ποιους, όμως, ρώτησε όλο αγωνία ο πρωθυπουργός. Όλους! Όλους; Δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό. Τότε άνοιξε 200 νοσοκομεία πάρε και 20.000 γιατρούς και πάλεψέ το έτσι, αντέτεινε ο γιατρός. Οι επικοινωνιολόγοι που είναι; Επικοινωνία, επικοινωνία, επικοινωνία! Φώναξε ο πρωθυπουργός ψάχνοντας διέξοδο.
Πρέπει να τους τρομάξουμε, αλλά γλυκά. Πάντα έσφαζε με το βαμβάκι ο υπουργός νόμου και τάξης. Λοιπόν, συνέχισε ο επικοινωνιολόγος, οι προτάσεις μας είναι σε δύο κατευθύνσεις. Πρώτα ανακοινώνουμε προληπτικά μέτρα περιορισμού του ιού, ταυτόχρονα προσλήψεις γιατρών και νοσηλευτικού προσωπικού. Όπα, τον διακόπτει ο πρωθυπουργός, θα μας φάνε τα κανάλια. Ξέρεις πόσα μηνύματα μου έχουν στείλει με αιτήματά τους; Θέλουν φοροαπαλλαγές, λεφτά κι άλλα λεφτά. Αν δεν τα δώσουμε θα μας θάψουν ζωντανούς. Περίμενε ν’ ακούσεις πρώτα. Οι προσλήψεις θα είναι μούφα. Ανακοίνωσε όσες θες. Μετά θα πετάξουμε το τυράκι του εθελοντισμού. «Κανείς δεν περισσεύει σ’ αυτή τη μάχη», κι έτσι. Οπότε όσο θα προχωράει το πράμα θα αναγκαστούν να έρθουν εθελοντικά στο τέλος. Ο δεύτερος πυλώνας είναι η Ένωση. Καλά αυτήν ξέχνα την, τον διέκοψε ο πρωθυπουργός. Οι εισηγήσεις από άνωθεν είναι να προχωρήσουμε ξεχωριστά και μετά να κάνουμε λογαριασμό. Αν τα πάμε καλά, πιστεύω θα μας επιβραβεύσουν.
Εσύ πρωθυπουργέ, θα βγεις για διάγγελμα, συνέχισε ο επικοινωνιολόγος. Είναι απαραίτητο τώρα αυτό, είπε ο πρωθυπουργός δυσανασχετώντας σχεδόν. Βαράτε με κι ας κλαίω δηλαδή, μιας και ψόφαγε για τηλεοπτικό αέρα. Εννοείται, του απάντησε, κι όχι μόνο αύριο, κάθε μέρα σχεδόν. Λοιπόν, άκου πως έχει το πράμα: Εσύ θα είσαι ο πατέρας μας, τέρας, τέρας, τέρας μας. Που σημαίνει, πατρικές συμβουλές από τη μία, τρόμος μέχρις εσχάτων από την άλλη. Το πιασες; Να χαμογελάω, ρώτησε όλο νάζι ο πρωθυπουργός. Καλύτερα να το αποφύγεις, απάντησε ξερά ο επικοινωνιολόγος.
Ωραία πάμε στα οικονομικά, τώρα, παρενέβη ο υπουργός της εθνικής οικονομίας άπασας της επικράτειας. Και συνέχισε. Πρέπει να είμαστε συγκρατημένοι, τσιγκούνηδες, να το πω. Θα λέμε ότι δίνουμε αλλά όχι περισσότερα απ’ όσα θα βγάζουμε. Πως θα βγάζουμε ρε παιδιά με όλη την αγορά κλειστή, ρώτησε με ειλικρινή απορία ο πρωθυπουργός. Ποιους χτυπάει περισσότερο ο ιός; Τους γέρους. Τι θα πάθουν οι περισσότεροι απ’ αυτούς ακόμη και αν νοσηλευτούν; Θα πεθάνουν. Σύμφωνα με πρόσφατα στατιστικά μοντέλα από χώρες που προηγούνται στην εξάπλωση του ιού, θα εξοικονομήσουμε περίπου 3.5 εκατομμύρια τον πρώτο μήνα και τα διπλάσια τον δεύτερο αν τα πράγματα πάνε μέτρια. Αν τα πράγματα πάνε χάλια, πόσο είναι, ρώτησε ο πρωθυπουργός. Είναι πολύ μεγαλύτερο το ποσό που εξοικονομείται, αλλά δε θα το συνιστούσα. Βλέπετε δε συμφέρει όσον αφορά την εκλογική μας βάση και το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών κάτι που θα προτείνω βάσιμα στη συνέχεια. Δύσκολή η απόφαση, προβληματίστηκε φωναχτά ο πρωθυπουργός. Αν πάνε καλά τα πράγματα, πέρα από κάθε προσδοκία, ρώτησε τελικά. Η αγορά θα έχει πατώσει άλλα θα σε βγάλουμε ήρωα. Εσένα πρώτα και κύρια, και μετά τους αρμόδιους υπουργούς, να εξηγούμαστε. Η κατάσταση θέλει αρχηγό. Ο κοσμάκης τέτοιες κρίσιμες ώρες θέλει κάπου να ακουμπήσει, να νιώθει ότι έχει ένα στήριγμα. Μετά σε υπακούει τυφλά. Και σου λέει, και ένα λάθος να κάνει ο πρωθυπουργός, άνθρωπος είναι κι αυτός, διάολε.
Επόμενο θέμα, καταστολή. Με όλο τον κόσμο μέσα τι θα την κάνουμε τόση αστυνομία που προσλάβαμε, αναρωτήθηκε ο υπουργός του νόμου και της τάξης. Ο επικοινωνιολόγος γύρισε τις σελίδες στο τάμπλετ του. Γι’ αυτό σκας; Καταρχάς θα υπάρχουν βαριά πρόστιμα σε όσους σπάνε τους όρους της καραντίνας και σε όσους είναι έξω γενικά. Τι γενικά, ρώτησε ο υπουργός. Άστεγοι, πρεζάκια κλπ., του απάντησε διαδικαστικά ο επικοινωνιολόγος. Αα, σωστά αυτό δεν το είχα σκεφτεί. Εξάλλου οι αστυνομικοί μας θα πρέπει να κάνουν συνεχώς περιπολίες και να εποπτεύουν την κίνηση και την πυκνότητα της, πρόσθεσε ο σύμβουλος επικοινωνίας. Πιστεύεις θα τα πάνε καλά, ρώτησε ο πρωθυπουργός. Και να μην τα πάνε, δεν πειράζει. Η κατάσταση είναι πρωτόγνωρη , οπότε όποιος τολμήσει να μας κριτικάρει για καταστολή ή κατάχρηση εξουσίας – η αριστερά σίγουρα, πετάχτηκε ο υφυπουργός δημοσίων δρόμων- θα πάρει την απάντηση που του αξίζει, πρόσθεσε ο σύμβουλος. Δηλαδή, ρώτησε με αγωνία ο πρωθυπουργός. Θα δούμε τότε, τον αποστόμωσε ο σύμβουλος. Πάντως δε θα το επιτρέψουμε επ’ ουδενί. Όλα όσα κάνουμε είναι αναγκαία λόγω της κατάστασης. Αυτό μην το ξεχνάει κανείς. Καιρός να οργανωθούμε και να ξετυλίξουμε όλο μας το πρόγραμμα. Τώρα που οι εξηγήσεις είναι περιττές.
Ημέρα 40 (ή 40 μέρες μετά την επιβολή καραντίνας)
Αν και ήταν προχωρημένη άνοιξη ημερολογιακά, βρισκόμασταν στα τέλη Απρίλη, ο καιρός δεν έλεγε να το καταλάβει. Χιόνια στα ορεινά και καταιγίδες στα πεδινά με πτώση θερμοκρασίας σε όλη τη χώρα, προέβλεπε η Εθνική Υπηρεσία Καιρού και Περιβάλλοντος. Σαν να μην έφτανε αυτό, οι επιστήμονες διακήρυτταν ότι το κρύο ευνοούσε τη διάδοση του ιού. Το πιο ανησυχητικό απ’ όλα ήταν ότι επικρατούσε μια απόλυτη ησυχία. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, που πάντα ευτυχώς υπάρχουν, όλοι είχαν συμμορφωθεί με τα μέτρα καραντίνας που όλο και εντείνονταν. Θα λέγαμε ότι είχαν συνηθίσει να ζουν υπό περιορισμό, σε βαθμό που όσες μελέτες έβλεπαν το φως της δημοσιότητας να κάνουν λόγο για πρωτοφανή δείγματα προσαρμοστικότητας του ανθρώπου στο βάθος της ιστορίας. Οι δημοσιολόγοι να μιλούν για μια κοινωνία τόσο ώριμη, ώστε πέρασε στο επόμενο στάδιο της νέας τάξης πραγμάτων πιο γρήγορα απ’ ότι είχαν φανταστεί αρχικά.
Και μια Κυριακή, την πρώτη του Μάη, δικαιώνοντας όσους θέλουν να την αποκαλούν γιορτή της Άνοιξης και των λουλουδιών –αυτοί ήταν οι βαρύγδουποι τίτλοι στα κανάλια- βγήκε ένας ήλιος υπέρλαμπρος και ζεστός. Ένας σκύλος που ήταν στην πλατεία, κοκκαλιάρης και μόνος, άρχισε να γαυγίζει δυνατά κοιτώντας ψηλά στα μπαλκόνια. Για ώρα δεν έβγαινε κανείς και αυτός συνέχιζε. Μέχρι το βράδυ όμως πολλά θα είχαν αλλάξει.
Κείμενο:Νίκη Θαλασσινού