TOP

Κωνσταντινος Λυγνος: « Η εντεχνη μουσικη ειναι ο φτωχος συγγενης του πολιτιστικου χωριου».

Συνέντευξη:Ευθύμιος Ιωαννίδης

Ο καταξιωμένος μουσικός και δημοσιογράφος, Κωνσταντίνος Λυγνός μίλησε στο Thess Culture.gr και στον Ευθύμιο Ιωαννίδη για τη μέχρι τούδε πορεία του στον χώρο της τέχνης. Ας τον γνωρίσουμε καλύτερα μέσα από τις πολύ ενδιαφέρουσες απαντήσεις που μας χαρίτωσε στις ερωτήσεις που του θέσαμε!

Με ένα τόσο πλούσιο βιογραφικό, με διεθνείς αναγνωρίσεις, με πλούσιο ρεπερτόριο, θα ήταν δύσκολο να σας ζητήσω να μου μιλήσετε για τις σπουδές και την καριέρα σας. Θα ήθελα όμως να μου αναφέρετε κάποιες στιγμές «σταθμούς» της μουσικής σας διαδρομής.

Τα κομβικά σημεία είναι συνήθως νωρίς… Νομίζω ότι για μένα το πιο βασικό ήταν το ΄69 που γράφτηκα στα θεωρητικά στο Ελληνικό Ωδείο. Ούτε που σκέφτηκα να πάω για κάποιο όργανο, όλοι μου έλεγαν «είσαι πολύ μεγάλος». Ωστόσο τελικά αναγκάστηκα να το κάνω πολύ αργότερα για να προχωρήσω. Η θεωρία από μόνη της δεν σε πάει και πολύ μακριά. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα: φίλοι μου συνθέτες, αλλά και μερικά γνωστά διεθνή ονόματα, που το επιβεβαιώνουν αυτό… Άλλο είναι ο ήχος και άλλο το χαρτί. Το δεύτερο πρέπει πάντα να υπηρετεί το πρώτο. Όμως τότε από όλα αυτά δεν είχα ιδέα. Απλώς ήθελα να αντιμετωπίσω αυτό που έβλεπα ως τη βασική αδυναμία της rock σκηνής: Ήταν από δύσκολο ως αδύνατο να μεταδώσεις στον άλλο μουσικό την ιδέα σου, το πώς έπρεπε να ακούγεται κάτι, ένα απλό riff ή ένας ρυθμός στα ντραμς ή στην κιθάρα, ένα μπάσο. (Παίζαμε και γνωστά κομμάτια, με πολύ «μικτά» αποτελέσματα, αλλά αυτό είναι μία άλλη ιστορία…) Σκέφτηκα λοιπόν -αρκετά απλοϊκά- πως αν γράφεις νότες δείχνεις ξεκάθαρα τι θέλεις. Μεταδίδεις τη σκέψη σου. Βέβαια τελικά δεν είναι έτσι ακριβώς! Όπως και νάχει, αν εκείνη την εποχή απλώς τα είχα παρατήσει, όπως πολλοί φίλοι, κάτι άλλο θα είχα κάνει. Μπορεί να έπαιρνα στα σοβαρά τα οικονομικά, μπορεί να έμενα και να δούλευα στα Ναυτιλιακά στο City του Λονδίνου όπως ήθελε ο πατέρας μου. Ποιος ξέρει…

Ποια είναι η μουσική σας φιλοσοφία; Τι ακούτε σπίτι σας, όταν είστε μόνος, αργά το βράδυ για παράδειγμα;

Αργά το βράδυ δεν ακούω πια τίποτα. Έχω ακούσει και σκεφτεί τόσα μέσα στη μέρα… Λίγο πιο νωρίς είναι η ώρα που ακούω κομμάτια που έχουν γράψει φίλοι ή συνάδελφοι αλλά και παλιότερα γνωστά έργα, τραγούδια κάθε είδους και πολλά άλλα. Σώζω για αργότερα πολλά που μου στέλνουν και τα ακούω όποτε μπορώ. Συγκρίνω πράγματα, πάω μπρος-πίσω… Δε νομίζω ότι θα ξεπεράσω ποτέ την ευχαρίστηση και την αίσθηση ελευθερίας από τη δυνατότητα που έχει σήμερα κανείς να ακούει ό,τι θέλει, όποιους θέλει και όποτε θέλει! Εμείς δενμεγαλώσαμε με όλη τη μουσική στην άλλη άκρη ενός πληκτρολογίου.

Από πού αντλείτε την έμπνευση για τις συνθέσεις σας;  

«Πώς ξεκινάς με τη λευκή σελίδα»; Το ρωτούν συχνά σε συγγραφείς, ζωγράφους, σκηνοθέτες. Η διαφορά με τους συνθέτες είναι ότι το υλικό είναι πιο αφηρημένο. Έτσι η ερώτηση κρύβει και την απορία σχετικά με αυτό το μυστηριώδες σύστημα καταγραφής που δεν είναι κάτι κοινό σε όλους μας όπως η γλώσσα. Επιπλέον στη μουσική δεν υπάρχει άμεση αναγωγή ανάμεσα στον ήχο την πραγματικότητα. Όταν κάποιος γράφει μία ιστορία ή κάνει μία ταινία για την αρχαία Περσία ή ένα ντοκιμαντέρ για το σημερινό Αφγανιστάν, μπορεί να ξέρουμε ελάχιστα για το μέρος και την εποχή. Όμως η ίδια η ιστορία μας καθοδηγεί να καταλάβουμε ότι δεν ξέρουμε, να συμπληρώσουμε τα κενά. Στο 90% της ζωγραφικής υπάρχει αναπαράσταση, που είναι ευθεία αναγωγή στον υπαρκτό κόσμο. Σε όλα τα παραπάνω οι ασάφειες, λίγες ή πολλές, μπορούν να συμπληρωθούν. Στη μουσική οι ασάφειες είναι παγίδες. Για τον πολύ κόσμο μόλις η μουσική ξεφύγει από κάποια ήδη γνωστά χαρακτηριστικά γίνεται δύσκολή, ακόμα και ακατάλυπτη. Ένα από τα πολλά παραδείγματα: λίγο μετά τον Πόλεμο -αρχές του ’50- που έρχεται η jazz στη Ελλάδα, διαβάζουμε για τις περίεργες αντιδράσεις του κοινού. Όχι μόνο κάποιου γενικού κοινού, αλλά των διανοούμενων και των μουσικών της εποχής.

 Αναρωτιέμαι, έχετε άραγε κατασταλάξει ποιο είναι το πιο δύσκολο κομμάτι της δουλειάς σας; Η έμπνευση, η σύνθεση ή η ενορχήστρωση; Επίσης, ποιο από αυτά απολαμβάνετε εσείς περισσότερο ως ιδιοσυγκρασία;

Νομίζω είναι αλληλένδετα. Όταν σκέφτεται κανείς μία μελωδική γραμμή τη σκέφτεται για κάποιο όργανο ή για τη φωνή. Αυτό επηρεάζει το πού θα πάει. Πιο πολύ ευχαριστιέμαι την ενορχήστρωση και τις τελικές διορθώσεις, συγχορδίες μελωδικά σχήματα, κλπ, που γίνονται όταν έχει ολοκληρωθεί το κομμάτι. Όσο περνούν τα χρόνια πάντως όλο και περισσότερο πιστεύω πως η καλή μουσική πάντα ξεκινάει με αυτό που οι Αμερικάνοι ονομάζουν «good material», δηλαδή καλό υλικό. Όταν αυτό υπάρχει μετά μπορούν να γίνουν ένα σωρό πράγματα. Απόδειξη οι άπειρες διασκευές γνωστών κομματιών κάθε είδους και στιλ. Από τον Gershwin, τον Piazzola, την Όπερα, τους Beatles ως τον Σοπέν και τον Bach… Ο τελευταίος είναι το αγαπημένο μου παράδειγμα γιατί όπως λέω, ακόμα και στο Nintendo να παίξεις τη μουσική του καλά θα ακουστεί. Η ευχαρίστηση αυτή του τελικού σταδίου μάλλον προκύπτει και από το γεγονός ότι κάνω εύκολα συνειρμούς και σκέφτομαι πιθανές αλλαγές ή μικρές βελτιώσεις σε κάτι που ήδη υπάρχει. Σε αντίθεση με την αρχή, όταν το κομμάτι στήνεται, αυτό είναι λίγο και σαν παιχνίδι.

Πέραν του καλλιτεχνικού έργου, διαθέτετε να υπογραμμίσουμε και μια σοβαρή διοικητική εμπειρία για τα πολιτιστικά δρώμενα σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο. Τι αποκομίσατε θα λέγατε σε προσωπικό επίπεδο από τις συγκεκριμένες θέσεις ευθύνης;

Έχω κάνει κάποια πράγματα, αλλά όχι και τόσο πολλά. Τα περισσότερα ήταν σε «επίπεδο βάσης» και σταμάτησαν όταν αντιμετώπισαν τις εγγενείς δυσκολίες τέτοιων προσπαθειών. Από την άλλη έχω και μία κάποια δυσκολία, ας την πούμε, με τα οργανωμένα πλαίσια. Αυτός είναι και ο λόγος που απέφυγα να βάλω υποψηφιότητα στο Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών, παρ’ όλο που και εκεί έκανα πολλά ως «ελεύθερος σκοπευτής». Για αυτό που σίγουρα είμαι υπερήφανος είναι το περιοδικό της Ένωσης, το ΠΟΛΥΤΟΝΟν στο οποίο ήμουν Εκδότης τα δώδεκα από τα δεκατέσσερα χρόνια της κυκλοφορίας του. Ήταν κάτι που έλειπε εντελώς από τη χώρα και το χώρο. Καταφέραμε και φτιάξαμε ένα «ειδικό περιοδικό για μη ειδικούς» με σκοπό να προωθήσουμε το χώρο και τη δουλειά μας. Όπως είπα κάποτε, για να βγούμε έξω από το γκέτο του Goethe.

Σε μια εποχή όπου η ενασχόληση με την τέχνη είναι ένας τομέας που δεν μπορεί να υποσχεθεί σταθερότητα και ικανοποιητικές οικονομικές απολαβές, ως καλλιτέχνης από πού πιστεύετε ότι πηγάζει αυτή η στροφή των νέων σε σπουδές, όπως η μουσική και το θέατρο για παράδειγμα;

Είναι κάτι που έχω δει και εγώ, κυρίως στη μουσική που γνωρίζω καλά. Χαρακτηριστικό, ότι πλέον οι νεότεροι συνάδελφοι δε σπουδάζουν κάτι άλλο παράλληλα με τη μουσική, όπως ήταν σχεδόν ο κανόνας τα δικά μου χρόνια. Ως παραδείγματα μπορώ να αναφέρω τον Κουρουπό και τον Μικρούτσικο που σπούδασαν Μαθηματικά, τον Μηνά Αλεξιάδη με τα Νομικά, αλλά τον εαυτό μου με τα Οικονομικά. Δε νομίζω ότι υπάρχει μία μόνη εξήγηση γι’ αυτό. Κυρίως ίσως έχει να κάνει με το ότι τα παλαιότερα «ασφαλή επαγγέλματα» -αυτά της δικής μου εποχής- έπαψαν να είναι και τόσο ασφαλή. Οι διορισμοί στο Δημόσιο στένεψαν, ανεργία υπάρχει σε δικηγόρους, αρχιτέκτονες, πολιτικούς μηχανικούς, σχεδόν παντού. Έτσι τελικά το επάγγελμα του μουσικού μπορεί να μην είναι και τόσο κακή λύση.

Τι συμβουλές θα δίνατε σε κάποιον που θέλει να ασχοληθεί με τη σύνθεση σε επαγγελματικό επίπεδο;

Να οπλιστεί με μεγάλη υπομονή, επιμονή και αντοχή! Κάθε θετική εξέλιξη πάει τα πράγματα λίγο παρακάτω, όμως σχεδόν καμία δεν αλλάζει την κατάσταση από τη μία στιγμή στην άλλη. Ένα έργο παίζεται δύσκολα, όμως απείρως δυσκολότερη είναι η δεύτερη φορά! Αυτό δεν ισχύει μόνο για κάτι που γράφτηκε και παίχτηκε στις συναυλίες της Ένωσης ή από κάποιους φίλους, αλλά και για έργα που πήραν βραβείο σε κάποιο διαγωνισμό. Το ίδιο ισχύει και με τις αναρτήσεις. Μπορεί ξαφνικά ένα video να κάνει 10.000 ή 20.000 views. (Ούτως ή άλλως λίγα είναι αν τα συγκρίνουμε με τις 100.000 ή τα 300.000.) Όμως το επόμενο μπορεί να πιάσει με το ζόρι τα 1000. Αυτά ως προς τις εξωτερικές συνθήκες. Εσωτερικά -σε προσωπικό επίπεδο- πρέπει κανείς να δουλεύει και να εξελίσσει τις ιδέες του και τον εαυτό του. Είναι μία αρκετά αργή διαδικασία που ακολουθεί τη δική της εξέλιξη. Έρχεται η στιγμή και κάτι που παλεύεις χρόνια «κάθεται» χωρίς καμία προσπάθεια. Όμως το πρώτο και το δεύτερο δε συμπλέουν πάντα…

Στον χώρο της μουσικής που υπηρετείτε, διαπιστώνετε εξελίξεις, έχετε ξεχωρίσει πρόσωπα που σας επιτρέπουν να αισιοδοξείτε για το μέλλον παρά τις εγγενείς αντιξοότητες που επικαλούνται πολλοί συνάδελφοί σας;

«Η απλή αλήθεια είναι ότι η έντεχνη μουσική είναι ο φτωχός συγγενής του πολιτιστικού χωριού.» Αυτό είχαμε γράψει στο πρώτο Editorial του περιοδικού μας, Τεύχος 1-Δεκέμβριος 2003. Πολλά άλλαξαν από τότε. Περάσαμε καλές εποχές, κάποιοι εποχές σχεδόν χλιδής, και πρόσφατα λιγότερο καλές. Βλέποντας ωστόσο τη μεγάλη εικόνα, από το 1930 ή και πιο πίσω ως σήμερα, είμαστε υποχρεωμένοι να πούμε πως τα πράγματα πήγαν προς το καλύτερο. Την ερώτηση αυτή κάναμε συστηματικά στις συνεντεύξεις που πήραμε για το ΠΟΛΥΤΟΝΟν από τους πιο καταξιωμένους συνθέτες της προηγούμενης γενιάς. Κάποιοι, όπως ο Γιώργος Σισιλιάνος, απάντησαν απερίφραστα «Ναι». Κάποιο άλλοι δεν το είπαν τόσο ξεκάθαρα αλλά προέκυπτε από τα όσα έλεγαν. Η ιστορία πάντως της ελληνικής μουσικής αυτό μας δείχνει.

Περνώντας τα χρόνια τι θα θέλατε να σκέφτεται ο κόσμος όταν ακούει το όνομά σας;

Δεν το έχω σκεφτεί ποτέ ακριβώς έτσι… Η αλήθεια είναι -και μην πιστεύετε όσους λένε κάτι άλλο- πως την αναγνώριση «ουδείς εμίσησεν». Από την άλλη εξαρτάται πώς το σκέφτεται κανείς αυτό. Για παράδειγμα, ένας μεγάλος αριθμός από τους λεγόμενους πρωτοποριακούς συνθέτες του ’60, έβαζαν τον εαυτό τους σε μία ευθεία σχεδόν αναιδή αντιπαράθεση με όλη την προηγούμενη ιστορική εμπειρία της ευρωπαϊκής μουσικής. Αρκετοί έχουν πει διάφορες ανοησίες για τον Beethoven την jazz και όχι μόνο. Πρόκειται για μία εξόφθαλμα προβληματική στάση όταν με παντελή έλλειψη μέτρου κάποιος αντιπαραθέτει τη δική του δουλειά με ένα ολόκληρο εποικοδόμημα που εξελίχτηκε μέσα στο χρόνο. Η πιο προφανής πάντως παγίδα, είναι η δίψα για επιτυχία και αναγνωρισημότητα. Αυτή μπορεί να καταστρέψει τις όποιες δυνατότητες έχει ένας μουσικός, ακόμα και τις πιο μεγάλες. Κάπου ο Τσαρούχης μιλώντας για έναν γνωστό συνάδελφο του λέει ότι το ελάττωμά του ήταν πως του άρεσε το χειροκρότημα. Στα δικά μας η χαρακτηριστικότερη περίπτωση είναι ο Θεοδωράκης. Λυπάμαι που το λέω αυτό, αλλά έτσι είναι. Τα πρώιμα τραγούδια του, διαμάντια τα περισσότερα! Επίσης η νέα μουσική πρόταση που έκανε με το «Άξιον εστί» αλλά και τα πιο «παραδοσιακά» (ας τα πούμε έτσι), έργα μουσικής δωματίου. Από τη Μεταπολίτευση και μετά που αρχίζει η μεγάλη επιτυχία αρχίζουν και οι ευκολίες, με τη διπλή έννοια: πομπώδη έργα μεγάλης διάρκειας και για πλήθος εκτελεστών, Όπερες (που βέβαια παίζονται όλες στο μέγαρο), και δήθεν Συμφωνίες που στην ουσιά είναι συρραφές από παλιές του επιτυχίες. Σε αντίθεση με όλα αυτά ο Χατζιδάκις, που ποτέ δεν είχε τις σπουδές του Θεοδωράκη (εδώ στο Ωδείο και στο Παρίσι με υποτροφία Fullbright), προχωρά με ό,τι μέσα διαθέτει τη δουλειά του στο τραγούδι. Επίσης, η επιτυχία του τον βοηθά να στήσει το Τρίτο, να οργανώσει διάφορα φεστιβάλ και να βοηθήσει πολλά νέα παιδιά. Όμως -το κυριότερο- στήνει την Ορχήστρα των Χρωμάτων. Αυτό που εγώ θα ήθελα, είναι να θυμόνται τη δουλειά που κάναμε με το ΠΟΛΥΤΟΝΟν, κάτι που μάλλον βλέπω πιθανό. Από ‘κει και πέρα θα ήθελα μερικά από τα πολλά που έχω γράψει να παίζονται και κάποιοι να θέλουν να τα ακούσουν. Είναι ο στίχος των Beatles που έχω ως motto στη σελίδα μου στο Facebook: Lend me your ears / And I’ll sing you a song / And I’ll try not to sing out of key. Αν αυτό γίνει για πέντε έξι κομμάτια ή τραγούδια μου θα είμαι πολύ ευχαριστημένος…

Ευχαριστώ θερμά τον Κωνσταντίνο Λυγνό για την πολύ ενδιαφέρουσαν συνομιλία μου και του εύχομαι καλή συνέχεια στην ήδη σπουδαία καλλιτεχνική του διαδρομή!

Συνέντευξη:Ευθύμιος Ιωαννίδης

Xαίρετε, είμαι ο Ευθύμιος, είμαι φιλόλογος και συντάκτης της πολιτιστικής ιστοσελίδας Thess culture.gr. Aγαπώ πολύ τη μουσική, τις τέχνες, την ανάγνωση και το θέατρο, ενώ συνεντεύξεις μου και κριτικές μου έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς στον ηλεκτρονικό τύπο. Διαχειρίζομαι παράλληα τις σελίδες «Ορθογραφία και ορθοέπεια», «Βιβλιοφιλία και βιβλιογία» και υπήρξα επί πολλά έτη ενεργό μέλος και συντονιστής στις λέσχες ανάγνωσης των βιβλιοθηκών του Δήμου Κορδελιού- Ευόσμου.