ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΔΕΝΤΡΟ
Κείμενο:Νεκτάριος Μπέσης
Μια Κυριακή σαν όλες τις άλλες. Ξύπνησε αργά και έφτιαξε πρωινό. Μετά κατέβηκε στον κήπο, πήρε το ψαλιδάκι και άρχισε τα εαρινά μικρό-κλαδέματα. Ο ήλιος ήταν τόσο ζεστός που δεν μπορούσε να σταθεί χωρίς σκιά, ούτε για λίγα λεπτά. Σε αυτό βοηθούσε το μεγάλο δέντρο, του οποίου η σκιά καλύπτει τον μισό κήπο.
Το αποκαλούσε το μεγάλο δέντρο, αν και ήξερε τι είδος είναι, απλά προτιμούσε να αναφέρετε σε αυτό αποκαλώντας το, το δέντρο. Ο τεράστιος κορμός του συναντούσε την γη, σε ένα σημείο γεμάτο κάκτους, τους οποίους επίσης, αποκαλούσε κάκτους. Ένας μικρός παράδεισος, ένας κρυμμένος θησαυρός, μέσα σε μία τσιμεντούπολη, μια ζούγκλα από σίδερο γυαλί και ασβέστη.
Ξαφνικά, ακούγεται ένας θόρυβος, σαν να σχίζεται η γη και μέσα από φριχτά τριξίματα , φύτρωσε κοντά στον κορμό του δέντρου, ένα χλωρό κλαρί και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα στην άκρη του κλαδιού, σχηματίστηκε ένα τεράστιο βατόμουρο. Ήταν ότι πιο όμορφο είχε δει. Έλαμπε σαν μαργαριτάρι, ήταν ολόφρεσκο και σίγουρα πρέπει να ήταν απίστευτα γλυκό.
Στεκόταν και το κοίταζε για λίγη ώρα, απλώνει το χέρι να το ακουμπήσει και εκείνη την στιγμή, από το δέντρο, κατεβαίνει ένα φίδι με ανθρώπινη φωνή. Μην τολμήσεις και το αγγίξεις είπε, αυτός ο καρπός, είναι ότι πιο νόστιμο έχεις δοκιμάσει ποτέ στην ζωή σου.
Όμως οφείλω να σε προειδοποιήσω, ότι αν απλά τον αγγίξεις, θα πρέπει να φύγεις από αυτό το σπίτι και να μην ξαναγυρίσεις ποτέ. Όλο το απόγευμα, περιεργαζόταν το παράξενο αυτό φρούτο και το φίδι τυλιγμένο στον κορμό του δέντρου, παρατηρούσε συνεχώς.
Το επόμενο πρωί ξύπνησε απότομα, έτρεξε στον κήπο, στον κορμό του δέντρου. Το φίδι δεν ήταν εκεί, ούτε το κλαδί, ούτε και το βατόμουρο, τι παράξενο όνειρο. Το μόνο σίγουρο, είναι ότι βρίσκεται ακόμα μέσα, σε αυτόν τον μικροσκοπικό παράδεισο. Πλησίασε στον κορμό του δέντρου και το αγκάλιασε. Ακούμπησε το δεξί αυτί στον κορμό, έκλεισε τα μάτια και άρχισε να ακούει έναν περίεργο ήχο.
Μόλις άνοιξε τα μάτια, είδε το βατόμουρο να έχει φυτρώσει πάλι και ένα μαύρο πουλί προσγειώθηκε δίπλα του. Το πουλί τότε άνοιξε το ράμφος του και κατάπιε το βατόμουρο. Έκανε μια βόλτα στον κήπο και πέταξε μακριά. Το δέντρο άρχισε να ξεραίνεται, μέσα σε λίγα λεπτά, τα φύλλα του άρχιζαν να κιτρινίζουν και έπεφταν σαν βροχή, όλα τα λουλούδια άρχισαν να μαραίνονται. Ακόμα και οι κάκτοι άρχισαν να ζαρώνουν, ο μικρός κήπος είχε τώρα μετατραπεί σε ένα άσχημο ξερό τοπίο.
Η ομορφιά και η ζωή πλέον έχουν αποχαιρετήσει αυτόν τον κήπο. Μόνο κάποιες αναμνήσεις μένουν, σαν επιταγές που δεν εξαργυρώνονται, από άνθη που σκορπίζουν κρυφά το άρωμα τους, από πανέμορφα καταπράσινα αγριόχορτα, από την σκιά του μεγάλου δέντρου και φυσικά η ανάμνηση εκείνου του θαυμάσιου δώρου, του βατόμουρου, που τόσο πολύ θα ήθελε να έχει γευτεί.
Κείμενο:Νεκτάριος Μπέσης