TOP

Παγκοσμια Ημερα Ποιησης – Μια αναδρομη στη Γενια του ’30 μεσα απο το εργο 10 ποιητων

Αφιέρωμα:Άννα Κάμπα

Η 21η Μαρτίου έχει καθιερωθεί παγκοσμίως ως η ημέρα της ποίησης. Πρόκειται για τη γιορτή της γλώσσας, τη γιορτή του νοήματος, της φαντασίας και της ανθρώπινης αντίληψης. Όπως αναφέρει άλλωστε και ο Καρτέσιος:

«[…] υπάρχουν μέσα μας σπέρματα γνώσης, όπως φωτιάς στον πυρόλιθο∙ οι φιλόσοφοι τα ανασύρουν διά του λόγου (reason) αλλά οι ποιητές τα βγάζουν έξω διά της φαντασίας και τότε αυτά λάμπουν πιο δυνατά».[1]

Αναζητώντας, λοιπόν, την κατάλληλη αναφορά για να γιορτάσουμε τη σημερινή ημέρα, μπορούμε να στραφούμε προς τη Γενιά του ’30. Ίσως να αποτελεί την πιο αγαπημένη  και πολυσυζητημένη γενιά ποιητών. Ίσως να αποτελεί την πιο διάσημη, αφού, αν μη τι άλλο, πρόσθεσε στο εθνικό μας γόητρο δύο Νόμπελ Λογοτεχνίας (1963-Γιώργος Σεφέρης, 1979-Οδυσσέας Ελύτης). Σε κάθε περίπτωση, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως η γενιά των ποιητών που εμφανίστηκαν ή και έφτασαν στο απόγειο της δημιουργικότητάς τους κατά τη δεκαετία του 1930-1940, συνέβαλαν καθοριστικά στην ανάπτυξη μιας νέας ποίησης, στην ανάπτυξη του ποιητικού μοντερνισμού. τα

Πρόκειται για μια στιγμή ριζικής αλλαγής και ρήξης με το παρελθόν.[2] Οι ποιητές της εποχής αυτής εγκαταλείπουν τα τραύματα αλλά και τις φιλοδοξίες των πολέμων των προηγούμενων χρόνων. Στρέφονται στο μέλλον, είναι πιο αισιόδοξοι και δείχνουν εμπιστοσύνη στη σύγχρονή τους πραγματικότητα. Δεν προσκολλώνται στο παρελθόν.[3] Επιδιώκουν να αφομοιώσουν το μοντέρνο στοιχείο, συνδυάζοντάς το, όμως, δημιουργικά με την ελληνική ποιητική παράδοση. Έτσι, υιοθετούν τον ελεύθερο στίχο, αναπτύσσουν τον υπερρεαλισμό και εκφράζουν τη συλλογική συνείδηση της εποχής τους.

Παρακάτω έχουν επιλεγεί ποιήματα από 10 εκπροσώπους της εποχής. Σε αυτή την ελάχιστη προσπάθεια ανθολόγησης ποιημάτων της Γενιάς του ’30 θα ξεκινήσουμε από το Μυθιστόρημα του Γιώργου Σεφέρη (1935), τη συλλογή που εισήγαγε την ελληνική ποίηση στον μοντερνισμό, και την Υψικάμινο του Ανδρέα Εμπειρίκου (1935), που εισήγαγε την ελληνική ποίηση στον υπερρεαλισμό. Στη συνέχεια, θα ακολουθήσουν ποιήματα από τους Οδυσσέα Ελύτη, Νίκο Εγγονόπουλο, Γιάννη Ρίτσο, Νικηφόρο Βρεττάκο, Γιώργο Σαραντάρη, Αναστάσιο Δρίβα, Αλέξανδρο Μάτσα και Ζήση Οικονόμου.

Γιώργος Σεφέρης (1900-1971)

Ποιητική συλλογή: Μυθιστόρημα (1935)

ΙΓ´

Ὕδρα

Δελφίνια φλάμπουρα καὶ κανονιές.

Τὸ πέλαγο τόσο πικρὸ γιὰ τὴν ψυχή σου κάποτε,

σήκωνε τὰ πολύχρωμα κι ἀστραφτερὰ καράβια

λύγιζε, τὰ κλυδώνιζε κι ὅλο μαβὶ μ᾿ ἄσπρα φτερά,

τόσο πικρὸ γιὰ τὴν ψυχή σου κάποτε

τώρα γεμάτο χρώματα στὸν ἥλιο.

Ἄσπρα πανιὰ καὶ φῶς καὶ τὰ κουπιὰ τὰ ὑγρὰ

χτυποῦσαν μὲ ρυθμὸ τυμπάνου ἕνα ἡμερωμένο κύμα.

Θὰ ἦταν ὡραῖα τὰ μάτια σου νὰ κοίταζαν

θὰ ἦταν λαμπρὰ τὰ χέρια σου ν᾿ ἀπλώνουνταν

θὰ ἦταν σὰν ἄλλοτε ζωηρὰ τὰ χείλια σου

μπρὸς σ᾿ ἕνα τέτοιο θάμα

τὸ γύρευες τί γύρευες μπροστὰ στὴ στάχτη

ἢ μέσα στὴ βροχὴ στὴν καταχνιὰ στὸν ἄνεμο,

τὴν ὥρα ἀκόμη ποὺ χαλάρωναν τὰ φῶτα

κι ἡ πολιτεία βύθιζε κι ἀπὸ τὶς πλάκες

σοῦ ῾δειχνε τὴν καρδιά του ὁ Ναζωραῖος,

τί γύρευες; γιατί δὲν ἔρχεσαι; τί γύρευες;

ΙΘ´

Κι ἂν ὁ ἀγέρας φυσᾶ δὲ μᾶς δροσίζει

κι ὁ ἴσκιος μένει στενὸς κάτω ἀπ᾿ τὰ κυπαρίσσια

κι ὅλο τριγύρω ἀνήφοροι στὰ βουνὰ

μᾶς βαραίνουν

οἱ φίλοι ποὺ δὲν ξέρουν πιὰ πῶς νὰ πεθάνουν.

Ανδρέας Εμπειρίκος (1901-1975)

Ποιητική συλλογή: Υψικάμινος (1935)

Χειμερινά σταφύλια

Tης πήραν τα παιγνίδια και τον εραστή της. Έσκυψε λοιπόν το κεφάλι και παρ’ ολίγον να πεθάνη. Mα τα δεκατρία ριζικά της σαν τα δεκατέσσερά της χρόνια εσπάθισαν την φευγαλέα συμφορά. Kανείς δεν μίλησε. Kανείς δεν έτρεξε να την προστατεύση κατά των υπερποντίων καρχαριών που την είχαν ήδη ματιάξει όπως ματιάζει η μυίγα ένα διαμάντι μια χώρα μαγεμένη. K’ έτσι ξεχάστηκε ανηλεώς αυτή η ιστορία όπως συμβαίνει κάθε φορά που ξεχνιέται από τον δασοφύλακα το αστροπελέκι του στο δάσος.

Τριαντάφυλλα στο παράθυρο

Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια. Yπάρχουν απειράκις ωραιότερα πράγματα και απ’ αυτήν την αγαλματώδη παρουσία του περασμένου έπους. Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη. Σκοπός της ζωής μας είναι η ατελεύτητη μάζα μας. Σκοπός της ζωής μας είναι η λυσιτελής παραδοχή της ζωής μας και της κάθε μας ευχής εν παντί τόπω εις πάσαν στιγμήν εις κάθε ένθερμον αναμόχλευσιν των υπαρχόντων. Σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμένον δέρας της υπάρξεώς μας.

Οδυσσέας Ελύτης (1911-1996)

Ποιητική συλλογή: Προσανατολισμοί (1936)

Κοιμωμένη

Χαράζεται η φωνή μες στον τρεμάμενο άνεμο, και μες στα κρύφια

δέντρα του εσύ αναπνέεις

Είναι ξανθή κάθε σελίδα του ύπνου σου κι όπως κινάς τα δάχτυλα

σου μια φωτιά σκορπίζεται

Μέσα σου με παρμέν’ από τον ήλιο αχνάρια! Και ούριος πνέει

ο κόσμος των εικόνων

Και η αύριο δείχνει ολόγυμνο το στήθος της σημαδεμένο από

το αναλλοίωτο άστρο

Που νυχτώνει το βλέμμα καθώς όταν πάει να εξαντλήσει ένα

στερέωμα

Ω μην ανθέξεις πια στα βλέφαρα

Ω μη σαλέψεις πια μέσα στους θάμνους του ύπνου

Ξέρεις ποια ικεσία στα δάχτυλα το λάδι ανάβει που φρουρεί

τις πύλες της αυγής

Ποιο δροσερό φανέρωμα θροΐζει μες στην προσδοκία

η χορταριασμένη ανάμνηση

Εκεί που ελπίζει ο κόσμος. Εκεί που ο άνθρωπος δε θέλει

παρά να ‘ναι ο άνθρωπος

Μόνος του και χωρίς καμιά Ειμαρμένη!

Νίκος Εγγονόπουλος (1907-1985)

Ποιητική συλλογή: Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν (1938)

Το καράβι του δάσους

ξέρω ότι

αν είχα

μια φορεσιά

— ένα φράκο—

χρώματος πράσινο ανοιχτό

με μεγάλα κόκκινα σκοτεινά λουλούδια

αν στη θέση της

αόρατης

αιολικής άρπας που μου χρησιμεύει

για κεφάλι

είχα μια τετράγωνη πλάκα

πράσινο σαπούνι

έτσι που ν’ ακουμπά

απαλά

η μια της άκρη

ανάμεσα στους δυο μου ώμους

αν ήταν δυνατό

ν’ αντικαταστήσω

τα ιερά σάβανα

της φωνής μου

με την αγάπη

που έχει μια μεταφυσική μουσική κόρη

για τις μαύρες ομπρέλλες της βροχής

ίσως τότες

μόνο τότες

θα μπορούσα να πω

τα φευγαλέα οράματα

της χαράς

που είδα κάποτες

—σαν ήμουνα παιδί—

κυττάζοντας

ευλαβικά

μέσα στα στρογγυλά

μάτια

των πουλιών

Γιάννης Ρίτσος (1909-1990)

Ποιητική συλλογή: Εαρινή συμφωνία (1938)

ΙΙ

Είχα κλείσει τα μάτια

για ν’ ατενίζω το φως.

Τυφλός.

Είχα κάψει τη φλόγα

για ν’ αναπνέω.

Τις νύχτες

αφουγκραζόμουν τους θρόους της σιγής

κ’ η ανάσα του χαμόγελου

δε γνώριζε τη μετάνοια.

Να δακρύζω

πάνω στα διάφανα χέρια μου

από μια διάφανη χαρά

που δεν επιθυμεί.

Όχι θωπεία. Όχι όνειρο.

Πιο πέρα.

Εκεί που καταλύεται τ’ όνειρο

κι η φθορά έχει φθαρεί.

Κ’ ήρθες εσύ.

Νικηφόρος Βρεττάκος (1912-1991)

Ποιητική συλλογή: Μαργαρίτα (1939)

Τα μάτια της Μαργαρίτας

Βρήκα μέσα στα μάτια σου τα βιβλία που δεν έγραψα.

Θάλασσες. Κόσμους. Πολιτείες. Ορίζοντες. Κανάλια.

Βρήκα τ’ αυτοκρατορικά όρη της γης κι απάνω τους

τις δύσες με τα κόκκινα σύννεφα. Τα μεγάλα

ταξίδια που δεν έκαμα βρήκα μέσα στα μάτια σου.

Βρήκα μέσα στα μάτια σου τους γελαστούς μου φίλους

που μου τους σκέπασεν η γης, η χλόη, το χιόνι, η νύχτα.

Τα λόγια που θα μου ’λεγαν βρήκα μέσα στα μάτια σου.

Βρήκα τους μελαγχολικούς γήλοφους της πατρίδας μας

να στέκονται μες στη σιωπή σα ν’ ακούσανε τη φωνή μου.

Έρχομαι! ως να τους φώναζα, «έρχομαι» να κουνάνε

τις ταπεινές τους κουμαριές, βρήκα μέσα στα μάτια σου.

Βρήκα μέσα στα μάτια σου τον πόλεμο τελειωμένο.

Πουλάκια και ήλιος στα κλαδιά! Το παιδικό μου σύμπαν

με τις χρυσές του ζωγραφιές, βρήκα μέσα στα μάτια σου.

Όσους σταυρούς δεν έμπηξαν στη γης μετά τις μάχες,

χιλιάδες, σ’ έναν κόκκινο κάμπο από παπαρούνες,

μακριές σειρές, ανώνυμους σταυρούς, πάνω και κάτω,

τους σταυρούς όλων των εθνών, βρήκα μέσα στα μάτια σου.

Βρήκα μέσα στα μάτια σου τις νύχτες να κυλάνε

μεγάλους ποταμούς σιωπής, όπως στα έξι μου χρόνια.

Της θλίψης την αστροφεγγιά βρήκα μέσα στα μάτια σου.

Βρήκα μέσα στα μάτια σου τον κόσμο να με θυμάται

κι όλα όσα αντίκρυσα παιδί να με φωνάζουν με τ’ όνομά μου.

Της δικαιοσύνης η σκηνή∙ την καλοσύνη που έγνεφε

να πλησιάσουν τα βουνά βρήκα μέσα στα μάτια σου.

Βρήκα την αιωνιότητα του ήλιου ανανεωμένη.

Τη χλόη να φέγγει των αρνιών τα πόδια. Την αυγή

να βάφει το άσπρο τους μαλλί. Στ’ άσπρα σαν την ειρήνη

ντυμένη τη μητέρα μου βρήκα μέσα στα μάτια σου.

Αν ήτανε όλα εδώ πιο απλά, όπως η «καληνύχτα»

κ’ η «καλημέρα», όπως το φως στα τζάμια την αυγή,

αν ήτανε όλα εδώ πιο απλά, τότε, σ’ αυτόν τον κόσμο,

θε να ’χαμε ένα απέραντο σπίτι. Θε να ’μαστε άγγελοι.

Το αιώνιο μου παράπονο βρήκα μέσα στα μάτια σου.

Αύριο, όταν φύγεις, άνοιξε τα μάτια σου να ιδεί,

να ξέρει ο ήλιος, ο Θεός να ιδεί, όσα με γνώρισαν

όλα να ιδούν στα μάτια σου. Σου αφήνω αυτό που είμαι

να ιδούν ότι έμεινα ο πιστός του ανθρώπου. Την ψυχή μου,

αυτόν τον λαβωμένο Ιησού αφήνω μέσα στα μάτια σου.

Γιώργος Σαραντάρης (1908-1941)

Ποιητική συλλογή: Οι αγάπες του χρόνου (1933)

Στο συμπόσιον

Η παιδική ηλικία

απαρατήρητη

με σιγά βήματα

έφυγε∙

κι όμως, στο συμπόσιον

αχνίζουν απ’ τη δύση της

τα όνειρα,

και σαν το αγνό σουρούπωμα

εισέλθει στο δωμάτιον,

να, κρυφολέγουνε

το μυστικό της…

Αναστάσιος Δρίβας (1899-1942)

Ποιητική συλλογή: Μια δέσμη αχτίδες στο νερό (1937)

[Ο χειμωνιάτικος ήλιος χρυσίζει]

Ο χειμωνιάτικος ήλιος χρυσίζει ένα κομμάτι θάλασσα που

φαίνεται απ’ εδώ. Στα πεζοδρόμια άνθρωποι μικροσκοπικοί

λες και δε σαλεύουν: -είναι οι μαύρες πινελιές

στον πίνακα που ζωγραφίζουμε.

Ρόδινη ανταύγεια μουχρώνει τον απέναντι τρυφερό ουρανό.

Η μουσική της φρουράς που συνόδεψε λίγην ώρα πριν

κάποια επίσημη κηδεία επιστρέφει (με τα όργανα κατεβασμένα)

πίσω στην πόλη∙ καιρός είναι να πάμε κ’ εμείς.

Αλέξανδρος Μάτσας (1910-1969)

Ποιητική συλλογή: Ποιήματα 1930-1934 (1934)

Του Ύπνου

Aντεραστής ανάμεσά μας πλάγιασεν

ο ύπνος. Πήρε τα γλυκά μάτια

και τα ‘κλεισε· πήρε το στόμα,

κι’ έσβυσε το μειδίαμα και το φιλί.

Tην ξανθή κόμη χτένισαν τα ήσυχα νερά

της Λήθης, που παρέσυρε τ’ αγαπημένο σώμα

στον κόσμο των αστέρων και των σκιών.

Φίλτρα σιγής βιάζουν τα σφαλισμένα χείλη,

φωνές υπνόβιες τ’ αυτιά, και μες στες φλέβες

ακούω τη βαθειά βοή του ταξιδιού.

Aνέδυσες απ’ το βυθό του ύπνου

μ’ αστέρια και κοχύλια μες στα χέρια,

και μες στα μάτια σου, τη σκοτεινή δροσιά

των θαλασσών.

Kαθώς τ’ ανοίγεις, θέλω πρώτος να δεχθώ

το βλέμμα των· μήπως συλλάβω, προτού σβύσει,

το νόημα του κόσμου που σ’ εκράτησεν

ολονυκτίς.

Ζήσης Οικονόμου (1911-2005)

Ποιητική συλλογή: Η προσευχή της γης (1938)

Σπιθούλες τρεμάμενες

Απόβραδο

φεύγουν απαλά

τα τελευταία νέφη κι αυτός μένει

στην άκρη αυτή:

παράκτια λωρίδα του ορίζοντος.

Εσώτερο κι εξώτερο παρόν

αντικείμενα θανάτου.

Ρεύμα καθαρό

ακτίνα του Εγώ μέσα στα Εγώ συνωθούμενη

άσε να παραιτηθώ τελειωτικά

και τα εναπομείναντα κουρέλια

στους τέσσερις ανέμους να κυμαίνονται.

Πού είναι οι πρώτες εικόνες τ’ άγραφο αντίκρισμα;

ψιθυρίζοντας άπιστες προσευχές

ψιχούλες τρεμάμενες

περιμένουν το θαύμα υπομένοντας.

Αφιέρωμα:Άννα Κάμπα

Έχοντας ολοκληρώσει τις σπουδές της πάνω στη Φιλοσοφία, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ασχολείται με την αρθρογραφία και την επιμέλεια κειμένων. Κύριοι τομείς ενδιαφέροντός της είναι οι εικαστικές τέχνες και η λογοτεχνία. Όσον αφορά την ερευνητική της δραστηριότητα, αυτή σχετίζεται με την αισθητική και τη φιλοσοφία της τέχνης.

LINKEDIN: www.linkedin.com/in/anna-kampa


[1] Harold Bloom, Η αγωνία της επίδρασης: Μια θεωρία για την ποίηση, Αθήνα: Εκδόσεις Άγρα, 1989, σ. 80.

[2] Mario Vitti, Η ‘Γενιά του Τριάντα’: Ιδεολογία και μορφή, Αθήνα: Εκδόσεις Ερμής, 2006, σ. 21-22.

[3] Τάκης Καγιαλής, Η επιθυμία για το μοντέρνο: Δεσμεύσεις και αξιώσεις της λογοτεχνικής διανόησης στην Ελλάδα του 1930, Αθήνα: Βιβλιόραμα, 2007, σ. 183-185.