ΕΛΛΗ ΡΟΥΜΠΕΝ: Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΕΙΝΑΙ Η ΤΕΧΝΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΓΛΩΣΣΑ, ΧΡΩΜΑ, ΧΩΡΑ…ΕΙΝΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ
Συνέντευξη:Αγγελική Κερπιτσοπούλου
Η Έλλη Ρουμπέν, σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Πάνω από είκοσι χρόνια δραστηριοποιείται στον χώρο της Τέχνης και του Πολιτισμού. Από το 1997 έως το 2002, διηύθυνε την πετυχημένη μουσική σκηνή «Τσάι στη Σαχάρα». Το 1997 δημιούργησε, μαζί με άλλους συνεργάτες, την πολιτιστική εταιρεία «Τεχνότροπον – Artway» και από τότε συμπράττει με καταξιωμένους έλληνες και ξένους δημιουργούς. Eίναι υπεύθυνη παραγωγής του Loutraki Festival από την αρχή της δημιουργίας του, ενώ έχει υπάρξει συνεργάτης πολλών φεστιβάλ της χώρας (“Κρήτη, μια ιστορία, 5 + 1 Πολιτισμοί”, “Το λάλον ύδωρ” κ.ά.). και ανήκει στις βασικές ομάδες δημιουργίας και υποστήριξης πολλών θεματικών εκδηλώσεων και φεστιβάλ στην Ελλάδα. Από το 2005 έχει δημιουργήσει ένα μουσικό label με ειδίκευση στην jazz, world και παραδοσιακή μουσική, έχοντας δισκογραφήσει σημαντικούς καλλιτέχνες της εγχώριας και της ευρωπαϊκής jazz και όχι μόνο σκηνής, με εξαιρετικές κριτικές. Συμμετέχει στην παραγωγή, σκηνοθεσία και διεύθυνση παραγωγής βραβευμένων μουσικών ταινιών μικρού μήκους, με ευρύ πολιτιστικό και κοινωνικό περιεχόμενο.
1) Σπουδάσατε Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, όμως σας κέρδισε ο χώρος της τέχνης και του πολιτισμού. Τι σας γοήτευσε και πήρατε αυτόν τον δρόμο;
Πολλές μικρές στιγμές και λεπτομέρειες στη ζωή των ανθρώπων συμβάλλουν στην πορεία τους και στο πού θα βρεθούν. Πηγαίνοντας για Erasmus στην Ισπανία, είχα την τύχη να έρθω σε επαφή με την οργάνωση και το backstage συναυλιών, καθώς ο άνθρωπος που μας φιλοξενούσε στο σπίτι του είχε εταιρεία παραγωγής και διοργάνωσης και ένα δικό του φεστιβάλ. Το πρώτο ερέθισμα και η πρώτη γοητεία γι’ αυτή τη δουλειά με βρήκε εκεί. Αμέσως μετά, ήρθε στο δρόμο μου ο άντρας μου, μουσικός και τραγουδοποιός από τότε, όσο και η Μουσική Σκηνή «Τσάι στη Σαχάρα» για πέντε και πλέον χρόνια. Λίγο καιρό μετά δημιουργήσαμε μια εταιρεία καλλιτεχνικής παραγωγής και διοργάνωσης και όλα πήραν το δρόμο τους με μια φυσικότητα.
Βέβαια, όλα όσα έμαθα στην ΑΣΟΕΕ με βοήθησαν αποτελεσματικά, μου άνοιξαν ορίζοντες. Με δίδαξαν ότι η γνώση και η συνεχής μάθηση είναι πολύ σημαντική στον τρόπο που διαμορφώνεις τις επιλογές σου, ό,τι και αν αποφασίσεις να κάνεις στη ζωή σου.
2) Συγκεκριμένα, εκτός των άλλων έχετε ιδιαίτερη ανάμειξη με την μουσική, μέσα από διάφορa φεστιβάλ και διοργανώσεις διαφόρων event. Είναι η μουσική η τέχνη που θα κυριαρχήσει τον κόσμο;
Η μουσική είναι η τέχνη που δεν γνωρίζει γλώσσα, χρώμα, χώρα… είναι η γλώσσα των συναισθημάτων. Είναι παγκόσμια γλώσσα. Ενώνει τους ανθρώπους χωρίς διαχωρισμούς. Παρατηρείστε μουσικούς από όλο τον κόσμο που βρίσκονται σε ethnic festivals και αυτοσχεδιάζουν … Συχνά, δεν μπορούν να ανταλλάξουν ούτε λέξη. Όταν πιάνουν όμως τα όργανά τους και ξεκινάει ένας να δίνει το στίγμα, το ρυθμό, οι άλλοι ενσωματώνονται στο μουσικό κομμάτι με μεγάλη ευκολία και δημιουργούν όλοι μαζί κάτι καινούργιο, ένα νέο κομμάτι, που έχει ως βάση την ψυχική τους σύνδεση, πέρα από την δεξιοτεχνία και τις μουσικές τους γνώσεις. Και αυτό είναι μοναδικό όταν συμβαίνει και μιλάει μέσα σου. Είναι μια ύψιστη μορφή επικοινωνίας και καλλιτεχνών επί σκηνής και των θεατών/ακροατών συγχρόνως!
Η μουσική μας συντροφεύει, μας παρακινεί, μας κάνει να γελάμε, να κλαίμε, να προβληματιζόμαστε, να ελπίζουμε. Είδαμε τη δύναμή της στα δύο αυτά χρόνια πανδημίας … πόσο θα αντέχαμε κλεισμένοι σε ένα σπίτι, χωρίς μουσική? Χωρίς την τέχνη, γενικότερα? Νομίζω κάτι μας διδάσκει αυτό για την επιρροή της στους ανθρώπους, για τη σημαντικότητά της στη ζωή μας και στη ψυχική μας υγεία.
3) Πως βιώσατε την νέα κοινωνική πραγματικότητα των τελευταίων ετών ως καλλιτεχνικός Διευθυντής – Παραγωγός; Τι άλλαξε στην καθημερινότητα σας;
Όλο αυτό που συνέβη στην ανθρωπότητα, ήταν ένα γεγονός το οποίο κανείς δεν είχε τη γνώση να αντιμετωπίσει, καταρχήν. Εκτός από το αίσθημα του φόβου για μια ασθένεια που δεν ξέραμε πώς θα επηρεάσει τον καθένα από εμάς, ήρθαμε σε επαφή με την έννοια του υποχρεωτικού εγκλεισμού. Αυτό μας ανάγκασε σε συνδιαλλαγή με άγνωστα θέματα, τόσο προσωπικά, όσο και οικογενειακά, κοινωνικά, πολιτιστικά, οικονομικά. Κατέδειξε προβλήματα που δεν τα ξέραμε, δεν τα βλέπαμε, τα κρύβαμε πιο εύκολα μέσα στην ταχύτητα των γεγονότων και την πολυποίκιλη καθημερινότητά μας.
Σε σχέση με το επαγγελματικό κομμάτι, ως εταιρεία ήμασταν, εν μέρει, τυχεροί, καθώς καταφέραμε να διατηρήσουμε και τις δύο χρονιές της πανδημίας κάποια από τα μεγάλα μας projects και με τη συμβολή ικανών συνεργατών και φορέων, να τα πραγματοποιήσουμε. Μόνο σε ανοιχτούς χώρους, με όλα τα μέτρα ασφαλείας, με σαφώς μικρότερο αριθμητικά κοινό, αλλά να τα πραγματοποιήσουμε.
Πολλά φεστιβάλ, όμως, ακυρώθηκαν, πολλοί συνάδελφοι -ιδίως όσοι ασχολούνταν με μετακλήσεις- δεν δούλεψαν καθόλου και οι περισσότεροι καλλιτέχνες έκαναν ελάχιστες ή καθόλου εμφανίσεις στα 2,5 αυτά χρόνια. Όλο αυτό στοίχισε τόσο οικονομικά σε όλους τους επαγγελματίες που ασχολούνται με τον Πολιτισμό και την Τέχνη, όσο και ανθρώπινα και από πλευράς επικοινωνίας. Η βιομηχανία του Πολιτισμού και της Ψυχαγωγίας έλαβε πλήγμα πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ διεθνώς και πολλοί άνθρωποι που εργάζονταν σε αυτόν τον κλάδο, άλλαξαν δουλειά.
4) Πως θα ορίζατε σήμερα, την εποχή της ψηφιακής πραγματικότητας και του εφήμερου, τον πολιτισμό;
Ο Πολιτισμός δεν είναι ποτέ εφήμερος. Είναι ίσως η μόνη σταθερά … η ιστορία μας, η παιδεία μας, η παράδοση που περνάει από γενιά σε γενιά, οι ρίζες μας, η βάση μας.
Παράλληλα, η ψηφιακή πραγματικότητα ήρθε και θα μείνει. Και μπορεί να μας βοηθήσει να ερευνήσουμε, να συλλέξουμε, να αναπτύξουμε και να διασώσουμε ψηφιακά για τις επόμενες γενιές σημαντικό πολιτιστικό υλικό, τοπικό πολιτιστικό προϊόν που συχνά εκλείπει και χάνεται. Απαθανατίζοντας το, παύει να είναι εφήμερο και αποτελεί μέσο γνώσης, που μεταφέρεται στο μέλλον.
Η τεχνολογία και ο πολιτισμός έχουν μια αλληλένδετη σχέση και αλληλοτροφοδοτούνται. Το παράδειγμα της πανδημίας μας δίδαξε ότι η τεχνολογία έδωσε βήμα και βοήθησε στην διάδοση του πολιτισμού, όταν κανένας άλλος τρόπος δεν υπήρχε να ψυχαγωγηθούμε.
Ό,τι αποτελεί μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς μας, της κάθε τοπικής κληρονομιάς που οφείλουμε να διατηρήσουμε και να αναδείξουμε, οι επόμενες γενιές θα το παραλάβουν μέσω της τεχνολογίας. Δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω πια, αυτό είναι η εξέλιξη. Aς της κάνουμε, λοιπόν, ορθή χρήση, προς όφελος της διατήρησης της μνήμης.
Να σημειώσουμε όμως ότι, ποτέ και τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει την επαφή με την «ζωντανή» τέχνη, το να βλέπω την ανάσα των ηθοποιών σε μια παράσταση, να ακούω το γρατζούνισμα της κιθάρας σε μία συναυλία, να βλέπω από κοντά τα χρώματα και τις γραμμές ενός πίνακα, να κλαίω σε μια ρομαντική ταινία στο σινεμά … γιατί πάνω από όλα Πολιτισμός είναι η ανθρώπινη συνεύρεση, η κοινή εμπειρία, το κοινό βίωμα. Και αυτό δεν πρέπει, και νομίζω ότι δεν μπορεί, να αντικατασταθεί ακόμα και από την καλύτερη και πιο εξελιγμένη ψηφιακή θέαση/ακρόαση.
5) Έχετε διοργανώσει πολιτισμικά γεγονότα τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Ποιες θεωρείτε ότι είναι οι βασικές διαφορές των εντός και των εκτός, τόσο από άποψη διοργάνωσης όσο και κοινού;
Το κοινό στην Ελλάδα έχει δει πολλά, ξέρει να κρίνει, να επιλέγει, να στηρίζει ή να απορρίπτει. Έχει έρθει σε επαφή από παιδί με την αρχαία ελληνική γραμματεία, την λαογραφία, τη μουσική, το θέατρο (ασχέτως αν δεν τα διδασκόμαστε όλα αυτά στα σχολεία με έναν τρόπο, που θα μας βοηθούσε να ανακαλύψουμε τις Τέχνες και τον Πολιτισμό από νωρίς και ίσως με άλλη ματιά…), έχει πολλές προσλαμβάνουσες και, εδώ και πολλά χρόνια, ικανοποιητικές επιλογές.
Μεγάλες διοργανώσεις γίνονται στη χώρα μας, άρτιες τόσο διοργανωτικά, όσο και από πλευράς τεχνικού εξοπλισμού.
Αυτό που δεν έχουμε καταφέρει ακόμα στην Ελλάδα είναι, ο έγκαιρος προγραμματισμός των πολιτιστικών γεγονότων. Για να κάνεις μια εμφάνιση σε ένα ευρωπαϊκό θέατρο, θα σε ενημερώσουν ένα ή και δύο χρόνια πριν. Στην χώρα μας, ακόμα και για projects που θέλουν χρόνο προετοιμασίας, συχνά η ενημέρωση/έγκριση, πόσο μάλλον η χρηματοδότηση, γίνεται ιδιαίτερα καθυστερημένα. Αυτό σίγουρα πρέπει να αλλάξει, αν θέλουμε να εξελιχθούν, να προβληθούν σωστά, αλλά και να αποτελέσουν πόλο έλξης φιλοθεάμονος κοινού και από το εξωτερικό, σημαντικά έργα, καλλιτέχνες, πρωτοβουλίες, φεστιβάλ.
Παράλληλα, χρειάζεται εκπαίδευση τόσο στον Δημόσιο όσο και στον Ιδιωτικό Τομέα σχετικά με την Πολιτιστική Χορηγία και τη στήριξη νέων, καινοτόμων καλλιτεχνικών πρωτοβουλιών, σχεδίων, ομάδων, με σκοπό τη δυνατότητα παρουσίασή τους σε μεγάλο και διεθνές κοινό, και ως μέσο ανάδειξης του εθνικού μας πολιτιστικού προϊόντος.
6) Υπάρχει έδαφος στην Ελλάδα για την γέννηση και εξέλιξη της τέχνης; Πώς βλέπετε την πραγματικότητα αυτή εκ των έσω;
Στην Ελλάδα συναντάς μεγάλο μέρος ανθρώπων που ασχολούνται με την Τέχνη. Με αγάπη και με αφοσίωση. Επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά. Σίγουρα όμως -ιδιαίτερα σήμερα που το ίντερνετ, όση ελευθερία μας έδωσε, τόσο έκανε δυσκολότερη την εύρεση και επικοινωνία στο χαώδες περιβάλλον του- λείπει μια οργανωμένη Πολιτιστική Πολιτική, όπως και ο συνδυασμός Πολιτισμού και Τουρισμού, που θα μπορούσε να αποτελέσει και τη «βαριά» βιομηχανία της χώρας μας.
Επίσης, οι φορείς που στηρίζουν το νέο και διαφορετικό είναι λίγοι, οι δισκογραφικές εταιρείες λειτουργούν μόνο με εμπορικά κριτήρια, αφήνοντας εκτός αγοράς και ευκαιριών καλλιτέχνες και δουλειές με μεγάλο ενδιαφέρον, που σίγουρα θα μπορούσαν να αγγίξουν το κοινό, αν του δινόταν η δυνατότητα να τις ακούσει, να τις δει.
Δεν είναι εύκολο το τοπίο δράσης και εξέλιξης στη χώρα μας σε αυτόν το τομέα, αλλά με δεδομένο το ταλέντο και με σοβαρή και συστηματική δουλειά, καλή ομάδα γύρω σου, συνέπεια, ήθος και καλές δημόσιες σχέσεις που πρέπει να καλλιεργείς ως καλλιτέχνης, έχεις πιθανότητες να φτάσεις στο ευρύ κοινό. Μετά, έχει σημασία κατά πολύ και η δική του κρίση. Και μην ξεχνάμε ότι, το κοινό, μπορεί να μας εκπλήξει, θετικά ή αρνητικά. Οφείλουμε να το σεβόμαστε για να μείνει δίπλα μας, να είμαστε συνεπείς στο μήνυμα και στην εικόνα μας.
7) Ποιες κινήσεις πρέπει κατά την γνώμη σας να κάνει κάποιος που επιθυμεί να ασχοληθεί με την διαχείριση του πολιτισμού & τι συμβουλή θα του δίνατε;
Σήμερα, υπάρχουν Πανεπιστημιακά Τμήματα Πολιτιστικής Διαχείρισης, δυνατότητα Μεταπτυχιακών Προγραμμάτων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, Τμήματα Marketing και Creative Industry σε εξαιρετικές Ιδιωτικές Σχολές και Κολέγια, που μπορούν να δώσουν σε κάποιον τις βάσεις σε μια σειρά από θέματα που πρέπει να γνωρίζει για την Πολιτιστική Διαχείριση.
Στην πορεία, η πρακτική σε κάποιο πολιτιστικό / καλλιτεχνικό φορέα ή σε μια πολιτιστική εταιρεία, θα βοηθήσει πολύ στην εμπειρία και στην ανάπτυξη των ικανοτήτων του.
Η δυνατότητα του καθενός να υπάρχει και να λειτουργεί ως μέρος μιας ομάδας, είναι επίσης πολύ σημαντική δεξιότητα στην αγορά του Creative Industry και συχνά, λόγος επιτυχίας ή αποτυχίας των σχεδίων.
Σε κάθε περίπτωση πρέπει να ασχολείσαι με την Τέχνη και τον Πολιτισμό ως μέρος της καθημερινής σου ζωής. Να διαβάζεις, να ενημερώνεσαι, να ακούς μουσική, να βλέπεις παραστάσεις, συναυλίες, να πηγαίνεις σινεμά, σε εκθέσεις, σε πανηγύρια, να παρακολουθείς τηλεόραση με κριτική ματιά, να ταξιδεύεις με περιέργεια, να ανταλλάσσεις απόψεις με διαφορετικούς ανθρώπους.
Μέσα από όλα αυτά, θα διαπιστώσεις ποιος είναι ο τομέας εκείνος του Πολιτισμού που σε γοητεύει περισσότερο, σε ποιον κλάδο θα άντεχες περισσότερο τα εμπόδια, τα ρίσκα, τις απογοητεύσεις, την έλλειψη διακοπών, την κούραση.
Μόνο αν αγαπάς πολύ αυτό που αποφασίζεις να κάνεις σαν δουλειά (και απασχολεί τη μισή και πλέον ημέρα σου, επί πάρα πολλά χρόνια…) έχεις πιθανότητα να αντέξεις όσα θα συμβούν στην πορεία της ζωής και της καριέρας σου και συγχρόνως να καταφέρεις να έχεις στιγμές χαράς στην καθημερινότητά σου και να είσαι συνεπής στα όνειρα, στις επιλογές σου, στους ανθρώπους γύρω σου.
Συνέντευξη:Αγγελική Κερπιτσοπούλου
Η Αγγελική Κερπιτσοπούλου γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη.
Σπούδασε Θεωρητικός & Ιστορικός της τέχνης στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών Αθήνας και το πρώτο μεταπτυχιακό της στην Ψηφιακή Κουλτούρα & Νέα Μέσα στο Πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης.
Πρόσφατα απέκτησε το δεύτερο Μεταπτυχιακο της Δίπλωμα στη Μουσειολογία & Διαχείριση Πολιτισμού του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Κύρια ερευνητικά της ενδιαφέροντα είναι τόσο η κοινωνική αλλαγή μέσα από την τέχνη, όσο και αλληλεπίδραση των νέων τεχνολογιών σε αυτή και στο Νέο Μουσείο.