TOP

ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ “ΣΕΡΡΑ – Η ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ ” ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΑΥΛΑΙΑ

Κριτική: Ευθύμιος Ιωαννίδης

Ένας μονόλογος, που δικαίως ανέβηκε, με τη Χρύσα Παπά να κλέβει το δίχως άλλο τις εντυπώσεις, σκηνοθετημένη από τον Σωτήρη Χατζάκη, θεατρική διασκευή του αριστουργηματικού μυθιστορήματος του Γιάννου Καλπούζου «Σέρρα – Η ψυχή του Πόντου»,  παρακολουθήσαμε στο θέατρο Αυλαία ως thessculture…

Το παγκόσμιο θεατρικό ρεπερτόριο γέμει, ως γνωστόν, ιστοριών με θεματικό άξονα την  καταπίεση των λαών. Ομοίως βεβαίως και η λογοτεχνία. Αναμενόμενο λοιπόν θεωρείται, κομμάτια ολόκληρα της ζωής ενός λαού να συμπλέκονται με ιστορίες ανδρών και γυναικών που καταπιέζονται ή κακοποιούνται συνιστώντας με αυτόν τον τρόπο,  το πρωτεύον θέμα  λαοφιλών έργων. Ένα από αυτά μάλιστα είναι  και η θεατρική μεταφορά του έργου «Σέρρα – Η ψυχή του Πόντου» του Γιάννη Καλπούζου,  το οποίο μας συστήνει  ουσιαστικά  με τρόπο διαρρήδην όμορφο, μία ιστορία της διπλανής πόρτας, αραιώνοντας, ωστόσο, την πίκρα με γενναίες δόσεις αυτογνωσιακής συνθήκης,  σκουπίζοντας  τα παρελκόμενα καθαρτικά  δάκρυα με πέπλα ελπίδας και συμφιλίωσης.

Πιο συγκεκριμένα, στον μονόλογο «Σέρρα – Η ψυχή του Πόντου» πρωταγωνιστεί η   Λεμονιά, η οποία παρουσιάζεται στο κοινό για να αφηγηθεί την ιστορία του πατέρα της, του Γαληνού Φιλονίδη. Μια ιστορία που ξεκινάει από το 1915 και ολοκληρώνεται το 1962, στην Τραπεζούντα και άλλες περιοχές του Πόντου, στην Αμπχαζία και στο Καζακστάν.  Ο Γαληνός διχάζεται ανάμεσα σε δυο γυναίκες, δοκιμάζονται οι ηθικές του αρχές κι έρχεται αντιμέτωπος με την αγριότητα και τις τρικυμίες της ψυχής, ενώ στο πρόσωπό του και στην πορεία του αντανακλούν τα δεινά των Ελλήνων του Πόντου και των Αρμενίων.

Ένα έργο γεμάτο έρωτα, μυστήριο, αγριότητα, ραδιουργίες, κωμικές στιγμές, εξαθλίωση και αξιοπρέπεια. Ένα ταξίδι που γράφει η ζωή, που φαντάζει με τις φλόγες του χορού της φωτιάς, του χορού Σέρρα.

Η Λεμονιά επί της ουσίας ξεδιπλώνοντας την ιστορία του πατέρα της,  βλέπει τη ζωή της μέσα από άλλο πρίσμα, ξορκίζει τον πόνο, τα πάθη, τα δεινά, τις βαρβαρότητες  που βίωσαν οι λαοί των Ποντίων και των Αρμενίων από τους Τούρκους  οι λαοί. Την οδύνη βέβαια του θανάτου, το ξερίζωμα του άλλου από το κορμί και την ψυχή δεν τα ένιωσε  σε έντονο βαθμό καθώς ήταν μικρή,  ενώ τα δεινά των προγόνων της  μεταφράζονται σε μνημείο  λύτρωσης  για ‘κείνη. Όσα μάλιστα είχε βαθιά  φυλαγμένα μέσα της και  καθηλωμένα στην ακαμψία τους, με τη συμφιλίωση με τον πατέρα της, απελευθέρώθηκαν και άνθισαν. Διηγείται λοιπόν η Λεμονιά το χρονικό ενός μοιραίου και στρωμένου με γαϊδουράγκαθα  έρωτα, του σπουδαιότερου έρωτα που οφείλουμε να ζήσουμε όλοι μας, εκείνου της ιστορικής μνήμης.

 Η Χρύσα Παπά, σε συνεργασία με  τον Σωτήρη Χατζάκη επιχειρούν εν ολίγοις μία διήγηση σαρωτική, μία εσωτερική διαδρομή, ένα οδοιπορικό δώδεκα ανθρώπων που ενσαρκώνει επί σκηνής. Ανελκύει με την υποκριτική δεινότητα, αναδεικνύει με ακραιφνή και αψεγάδιαστη ενάργεια και εντέλει σκιαγραφεί τις μνήμες εκείνες τις απέθαντες, εκείνα τα φαντάσματα της αξόδευτης αγάπης που όρισαν και έπειτα σκαιότατα εξόρισαν μακριά τους λαούς, αποτερημένοι από τις ρίζες τους, τις πατρογονικές τους εστίες  και την ηδονή που χαριτώνει τον άνθρωπο η αίσθηση της αρραγούς ταυτότητας.

 Σε ένα μινιμαλιστικό, ωστόσο, προσεκτικά επιλεγμένο  σκηνικό (θυμίζει  εγκατάλειψη)  που επιμελήθηκε η Έρση Δρίνη, η Χρύσα Παπά με αρμόζοντα και προσεκτικά επιλεγμένα κοστούμια,   με μία δεινή εσωτερική ένταση που διαγράφεται σε κάθε μυ του προσώπου της, την οποία αναδεικνύουν οι περίτεχνοι φωτισμοί του  Αντώνη Παναγιωτόπουλου και έχοντας συνοδοιπόρο και ακάματο αρωγό της τη γοητευτική φωνή της· επικοινωνεί άψογα με τις λέξεις και το βλέμμα της, παλλόμενα  αισθήματα και συναισθήματα, ενώ  φωτίζει,  αναντίλεκτα με δεξιοτεχνία, όλη την αμφίθυμη ψυχολογική κατάσταση των ηρώων που καλείται να ενσαρκώσει. Αφηγείται κατά συνέπεια τη διαδρομή αυτων των δώδεκα προσώπων με βάθος ψυχής, με ελεγχόμενους και ακριβέστατούς συναισθηματισμούς, δίχως, ωστόσο, θεατρινισμούς, με περισσή μάλιστα ωριμότητα και απαράμιλλη συνέπεια, επιδεικνύοντας  αγαστή και  αναφανδόν  αξιέπαινη ισορροπία ανάμεσα στις πιο δραματικές και λιγότερες δραματικές στιγμές του έργου, υπό τους ήχους της ποντιακής μουσικής παράδοσης σε επιμέλεια του Ματθαίου Τσαχαουρίδη.

  Η υποβλητική εν κατακλείδι  σκηνοθετική λιτότητα και η εξαιρετική  ερμηνεία της Παπά συνηγορούν στο να επικεντρωθούμε στη λυτρωτική  προσπάθεια του ανθρώπου να λεκτικοποιήσει τη νοσταλγία της αβίωτης ζωής  σε αυτήν την αναμφισβήτητα κειμενοκεντρική παράσταση. Είναι ας μη λησμονούμε αναμφίλεκτα   πολύ οδυνηρή η γεύση που σου αφήνει μια τέτοια συνειδητοποίηση και ο συγγραφέας, φαίνεται να γνωρίζει επισταμένως την ανθρώπινη φύση, τη ζοφερή  αίσθηση της ματαίωσης με  τη συνακόλουθη πνιγηρή   ακύρωση της προσωπικότητας. Την απευκταία συνάμα υποταγή σε μια ζοφερή μοίρα, καθώς  και τις επαχθείς υποχρεώσεις και τα δυσβάσταχτα πρέπει που  μια κοινωνία επιμένει να αναπαράγει˙ συνθήκη διόλου εύκολη και επίτευγμα διόλου ευκαταφρόνητο. Κι όμως, το έργο πάει και πιο πέρα. Με αφορμή λοιπόν την αφήγηση της Λεμονιάς, ο συγγραφέας μιλάει επί της ουσίας για μία κοινωνία βαθιάς και προχωρημένης σήψης, η οποία μαστίζεται ατέρμονα  από την  κυριότερη κρίση όλων: αυτή των ηθικών αξιών που γεννά τον λαϊκισμό και τον σοβινισμό. 

Εν ολίγοις, χαριτωθήκαμε μια ιστορία γεμάτη από τις βαρβαρότητες της σφαγής των Αρμενίων, τη ρωσική κατάκτηση της Τραπεζούντας, την προσπάθεια να δημιουργηθεί η Ελληνική Δημοκρατία στον Πόντο, τα εγκλήματα που διέπραξαν οι Νεότουρκοι και άνθρωποι του Κεμάλ, τις σταλινικές βιαιότητες. Και ταυτόχρονα γευτήκαμε και είδαμε όχι ακροθιγώς, αλλά ευκρινώς και δη ευτάκτως ερριμμένα τις νοοτροπίες που δημιούργησαν τις ανθρώπινες συμπεριφορές, τα ήθη και τα έθιμα της εποχής, το ρόλο των θρησκευτικών πεποιθήσεων στη ζωή των ανθρώπων, την ανθρωπογεωγραφία μιας ολόκληρης εποχής, τη συνύπαρξη των φυλών σε έναν τόπο, τον τρόπο που ο τρόμος και οι πολιτικές ακρότητες σημάδεψαν τη ζωή των ανθρώπων αλλοτινών, όχι και τόσο μακρινών, εποχών, δίχως ούτε στιγμή να αποκλίνει σε  περιχαρακωμένα, στείρα  διδακτικά ή ηθικολογικά μονοπάτια.

Κριτική :Ευθύμιος Ιωαννίδης

Xαίρετε, είμαι ο Ευθύμιος, είμαι φιλόλογος και συντάκτης της πολιτιστικής ιστοσελίδας Thess culture.gr. Aγαπώ πολύ τη μουσική, τις τέχνες, την ανάγνωση και το θέατρο, ενώ συνεντεύξεις μου και κριτικές μου έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς στον ηλεκτρονικό τύπο. Διαχειρίζομαι παράλληλα τις σελίδες «Ορθογραφία και ορθοέπεια», «Βιβλιοφιλία και βιβλιολογία» και υπήρξα επί πολλά έτη ενεργό μέλος και συντονιστής στις λέσχες ανάγνωσης των βιβλιοθηκών του Δήμου Κορδελιού- Ευόσμου.