TOP

“ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΣΕ ΜΙΑ ΕΛΛΑΔΑ ΠΟΥ ΓΚΡΕΜΙΖΕΤΑΙ”

Άρθρο:Ανδριάνα-Άννα Τσιότσιου

Αλλάξαμε δεκαετία και τίποτα δεν άλλαξε. Ο κορωνοϊός επελαύνει ακόμα. Θρηνήσαμε και θρηνούμε πολλούς. Είμαστε ακόμα εδώ και αυτό είναι κέρδος. Όμως ας μιλήσουμε για ένα θέμα που χαμένο μέσα στα ζητήματα καθημερινής επιβίωσης, δεν δείχνει να θίγεται μεγαλοφώνως. Δεν θα μιλήσουμε για θέατρο σήμερα. Ούτε για όσα βλέπουν σιγά-σιγά το φως της δημοσιότητας. Έπονται και άλλα… Θα μιλήσουμε για τη νέα γενιά. Τη δική μου γενιά.

Αφορμή για τη σύνταξη του παρόντος κειμένου στάθηκε ένα τηλεφώνημα που δέχθηκα σήμερα (4/2/2021) από ένα φιλικό μου πρόσωπο που κάπου ανάμεσα σε κλάματα ψέλλισε «δεν ξέρω τι να κάνω».

«Δεν ξέρω τι να κάνω», λοιπόν. Από μικροί ακούμε προτροπές ή και απειλές του τύπου «Διάβασε!» «Διάβασε για να μπορέσεις να πας μπροστά!» «Πέρνα στο Πανεπιστήμιο». Δεν έχει μεγάλη σημασία αν αυτό θες να κάνεις στη ζωή σου. Πρέπει να μπεις στο Πανεπιστήμιο και να το τελειώσεις. Άσχετο αν τελικά θα ξέρεις τι σχολή τελείωσες… «Διάβασε για να βρεις μια καλή δουλειά, να μην έχεις ανάγκη κανέναν!» «Κάνε μεταπτυχιακό». Μορφώσου! Κανείς δεν λέει «διάβασε για να γίνεις καλύτερος άνθρωπος. Διάβασε για να ξέρεις να διεκδικείς.» Αυτές είναι αξίες ξεπερασμένες πια…

Τόσα όνειρα για τη ζωή, κι όμως, «δεν ξέρω τι να κάνω»…

Ο πλανήτης μαστίζεται από μία πανδημία. Η κατάσταση είναι ίδια για όλους. Στην Ελλάδα, ήδη από την προηγούμενη δεκαετία που χαρακτηρίστηκε από την οικονομική κρίση, πολλοί άνθρωποι έχασαν τις δουλειές τους –θρηνήσαμε και τότε πολλούς, ας μην το ξεχνάμε αυτό. Τώρα τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα. Τα περισσότερα μαγαζιά, σε αναστολή εδώ και έναν χρόνο, κλείνουν το ένα μετά το άλλο. Μαγαζιά που για πολλούς ήταν η μόνη πηγή εισοδήματος καθώς επίσης και η μόνη πιθανή θέση εργασίας. «Δεν ξέρω τι να κάνω».

 «Αχ, να ‘μουν τώρα στην Ελλάδα, με μια σαμπάνια και να κοιτούσα τη θάλασσα». Ένα θέρετρο για βαθύπλουτους αλλοεθνείς. Εκεί οδεύει μια ολόκληρη χώρα. Μία ολόκληρη χώρα που για το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού του δυτικού κοινωνικού μοντέλου, είναι must καλοκαιρινός προορισμός και τίποτε άλλο. Οι Έλληνες είναι τεμπέληδες για τους περισσότερους βορειοευρωπαίους που χρωστούν λεφτά παντού. Φράσεις στις οποίες κλήθηκα να απαντήσω η ίδια και προέρχονταν από συνομηλίκους μου. Λίγο μετά, «μα καλά, πώς ζείτε με τόσο χαμηλούς μισθούς;». «Εδώ σε θέλω μάστορα!» αλλά πώς να το μεταφράσεις αυτό;

«Δεν ξέρω τι να κάνω.» Μια γενιά γεμάτη αβεβαιότητα. Μια γενιά με τα φτερά κομμένα και γκρεμισμένα τα όνειρα. Χωρίς δουλειά, χωρίς λεφτά, χωρίς εμπειρίες ζωής, στο πατρικό σπίτι μέχρι να ορθοποδήσει. Μια γενιά χωρίς μέλλον. Γιατί τη δουλειά θα την πάρει το παιδί του διευθυντή, όχι εσύ με τα πτυχία. Όχι εσύ που έφτυσες αίμα. Γιατί, είτε με πτυχία είτε χωρίς, το καφέ στο οποίο θα μπορούσες να δουλέψεις για «τρεις κι εξήντα» έκλεισε εχθές. Γιατί έχεις κλείσει τα εικοσιπέντε και «μου κοστίζεις ένα ‘κατοστάρικο παραπάνω στο ΙΚΑ, το ξέρεις;» Γιατί δεν έχεις δικαιώματα, μόνο υποχρεώσεις. Γιατί είσαι ανθέλληνας αν λες πως αυτή η χώρα δεν σου προσφέρει τίποτα. Ως μοναδική λύση φαντάζει η μετανάστευση. Για να καταλήξεις στο Βέλγιο να κυνηγάς ακόμα το ίδιο όνειρο, να κάνεις δουλειές του ποδαριού και να είσαι ευχαριστημένος επειδή βγάζεις περισσότερα απ’ όσα θα έβγαζες κάνοντας τις ίδιες δουλειές εδώ και μπορείς να πληρώνεις το σπίτι σου. Έχεις υπόσταση εκεί, ζεις αξιοπρεπώς.

Μια γενιά που φωνάζει μα δεν την ακούει κανείς. Μια γενιά που δεν ξέρει τι να κάνει. Μια γενιά σαν ένα καζάνι που βράζει, γιατί είναι «ξεφτίλα, να σου χαλάνε τ’ όνειρο κι εσύ να τους αφήνεις».

Άρθρο:Ανδριάνα-Άννα Τσιότσιου

Ονομάζομαι Ανδριάνα-Άννα Τσιότσιου και είμαι απόφοιτη του Τμήματος Θεάτρου του Α.Π.Θ με ειδίκευση στη Δραματολογία Παραστασιολογία. Σπουδάζω στο Μεταπτυχιακό πρόγραμμα της Δημοσιογραφίας του Πολιτισμού και των Τεχνών, στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και Μ.Μ.Ε. του Α.Π.Θ. Παράλληλα με το θέατρο, ασχολούμαι ερασιτεχνικά με τη μουσική, από μικρή ηλικία παίζω βιολοντσέλο και με τον χορό.