TOP

ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ “ΟΛΕΑΝΝΑ” ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΑΥΛΑΙΑ

Κριτική: Ευθύμιος Ιωαννίδης

Ποιος είναι ο Μάμετ

Ο Ντέιβιντ Μάμετ γεννήθηκε στο Σικάγο στις 30 Νοεμβρίου του 1947,  από εβραίους γονείς και ζει στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνιας. Είναι θεατρικός συγγραφέας βραβευμένος με το βραβείο Πούλιτζερ, μυθιστοριογράφος, σεναριογράφος, τηλεοπτικός παραγωγός, σκηνοθέτης, ενίοτε δοκιμιογράφος και στιχουργός. Το κοφτό, γεμάτο ιδιωματισμούς στιλ των διαλόγων του έχει δημιουργήσει πλέον σχολή, με την ονομασία Mamet speak – ένα στιλ που ο ίδιος αποδίδει στην επιρροή της οικογένειάς του και του Χάρολντ Πίντερ. Έχει γράψει πολλά θεατρικά έργα, μεταξύ των οποίων τα “Glengarry Glen Ross” (Οικόπεδα με θέα), για το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ και το βραβείο του Κύκλου Θεατρικών Κριτικών της Νέας Υόρκης, “Oleanna” (Ολεάννα) και “American Buffalo”. Έχει επίσης εκδώσει δοκίμια και μυθιστορήματα. Έχει σκηνοθετήσει τις κινηματογραφικές ταινίες “House of Games” (Η λέσχη της απάτης), “Things Change” (Ο λούστρος και η Μαφία), “Homicide” (Ανθρωποκτονία), “State and Main” και “Heist” (Το κόλπο).

Το έργο

Έργο γραμμένο στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν στην Αμερική δέσποζε το κίνημα της «πολιτικής ορθότητας» και η κατηγορία για σεξουαλική παρενόχληση μπορούσε να καταστεί ένα αποτελεσματικό εργαλείο άσκησης εξουσίας, πρωτοπαρουσιάστηκε το 1992 στη Μασαχουσέτη, ενώ ένα χρόνο αργότερα ο Χάρολντ Πίντερ το σκηνοθέτησε στο Royal Court Theatre. Στην Ελλάδα η Ολεάννα έγινε γνωστή από την παράσταση του Αντώνη Αντύπα στο Απλό Θέατρο, την περίοδο 1994-95 (με τον Γεράσιμο Σκιαδαρέση και τη Μαριάνθη Σοντάκη). Πρόκειται το δίχως άλλο για  έργο «εσωτερικού χώρου», ένα δυαδικό δράμα η δράση του οποίου ξετυλίγεται στο γραφείο ενός καθηγητή, σε ένα πανεπιστημιακό περιβάλλον που φαντάζει δημοκρατικό και ελεύθερο. Μέσα σε αυτόν τον χώρο ο Μάμετ ενορχηστρώνει ένα ρεσιτάλ σφοδρής σύγκρουσης ανάμεσα στον καθηγητή και μία φοιτήτρια που τον κατηγορεί για σεξουαλική παρενόχληση.

Παρακολουθεί έτσι ο θεατής να ξετυλίγεται μπροστά του μια αδυσώπητη πάλη, που αναφέρεται στην εκατέρωθεν διεκδίκηση εξουσίας και ασφάλειας, η οποία καθιστά αδύνατη οποιαδήποτε δίοδο επικοινωνίας και κατανόησης. Οι δύο ήρωες θα εμπλακούν σταδιακά σε ένα παιχνίδι για την ακαδημαϊκή πολιτική, τις σχέσεις σπουδαστών / δασκάλων και τη σεξουαλική παρενόχληση. Ένα παιχνίδι ζωής και θανάτου, που υπονομεύει και αναιρεί το πολιτισμένο και δημοκρατικό περιβάλλον στο οποίο κινούνται, αναδεικνύοντας τελικά τον ουτοπικό χαρακτήρα της ακαδημαϊκής ελευθερίας που επικαλείται.

Η «Ολεάννα» ωστόσο δεν είναι απλώς ένα έργο για τη σεξουαλική παρενόχληση. Αυτό είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Η κατηγορία άλλωστε της σεξουαλικής παρενόχλησης δεν είναι παρά το προπέτασμα του καπνού, πίσω από το οποίο είναι κρυμμένοι άλλοι, πολύ πιο ουσιαστικοί λόγοι που φέρνουν τους δύο ήρωες σε αντιπαράθεση. Κυρίως αποτελεί ένα έργο για την εκπαίδευση και τη γλώσσα, τη λεξιπενία, για την επικοινωνία, για την καχυποψία αλλά και για την εξουσία και τις σχέσεις των δύο φύλων. Για παράδειγμα οι σχέσεις εξουσίας, όπως αυτές διαμορφώνονται μέσα σ’ ένα πανεπιστήμιο, μεταξύ δασκάλων και φοιτητών, ή οι αντιπαλότητες που προκύπτουν από τις κοινωνικές διαφορές ή τις διαφορές φύλου και κοινωνικών ομάδων. Το βασικό θέμα του ωσαύτως δεν είναι τόσο το αν όντως υπήρξε ή δεν υπήρξε σεξουαλική παρενόχληση, αλλά το πώς η εξουσία αλλοτριώνει τελικά αυτόν που την αποκτά, είτε είναι ο καθηγητής είτε είναι η φοιτήτρια, είτε είναι άντρας αυτός που την ασκεί είτε γυναίκα.

Με το δίκιο μοιρασμένο ισόποσα ανάμεσα στους δύο ήρωες, ο συγγραφέας ρυθμίζει με τέτοιο τρόπο τη δράση, ώστε ο θεατής, μολονότι μάρτυρας των όσων έχουν διαμειφθεί, ν’ αδυνατεί  να καταλήξει με βεβαιότητα στο ποιος από τους δύο ήρωες έχει δίκιο ή άδικο. Επιλέγοντας πιο συγκεκριμένα ο συγγραφέας να τοποθετήσει τη δράση σ’ έναν «αποστειρωμένο» και προστατευμένο χώρο, όπως αυτόν ενός πανεπιστημίου -άντρου υψηλής εκπαίδευσης και βιτρίνα των αξιών και του πολιτισμού μας-, ο Μάμετ γράφει με την «Ολεάννα» ένα έργο για την πολιτική ορθότητα.

Αναμφήριστα, χάρη στο κίνημα της πολιτικής ορθότητας αποκαταστάθηκαν ορισμένες κοινωνικές αδικίες. Διαπιστώνεται εντούτοις ότι υπήρξε εκφυλισμός και εκτροπή αυτής της κίνησης προς μια μορφή ελέγχου της σκέψης που απειλεί την ελευθερία της έκφρασης και προς μια συμμόρφωση στις απαιτήσεις ομάδων πίεσης. Ο Ουμπέρτο Έκο μάλιστα θεωρούσε ότι η πολιτική ορθότητα τείνει να εξελιχθεί σε νέας μορφής φονταμενταλισμό. Οι δυο τους μας κάνουν έναν πολύ επικίνδυνο συνδυασμό. Η ανάγκη και των δύο για κυριαρχία και ασφάλεια καθιστά αδύνατη την επικοινωνία και την κατανόηση. Η σκληρότητα της πραγματικότητας τούς παραμορφώνει σε θηρία και η πολιτισμένη δημοκρατία που τους περιβάλλει αποδεικνύεται ουτοπική. Δε στοχεύει όμως μόνο στην παρουσίαση των καταστάσεων ή των πράξεων των ηρώων του ο συγγραφέας, αλλά προχωρεί βαθύτερα. Εκείνο που σαφώς επιδιώκει είναι να καταστήσει τους θεατές κοινωνούς των συναισθημάτων, των πιο μύχιων σκέψεων, αλλά και των απώτερων κινήτρων των δύο μονομάχων. Κάπως έτσι προκύπτει το καίριο ερώτημα αναφορικά με την ύπαρξη ή όχι μιας μόνης, αντικειμενικής και αληθινής πραγματικότητας.

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Υπόθεση

Ένας επιτυχημένος καθηγητής πανεπιστημίου προτείνει σε μια φοιτήτριά του να της προσφέρει βοήθεια ώστε να κατανοήσει το μάθημά του και να περάσει τις εξετάσεις. Ο Τζων βρίσκεται στο απόγειο της σταδιοδρομίας του και παρά τα προσωπικά του προβλήματα δείχνει να θέλει να βοηθήσει την Κάρολ. Εκείνη αρχικά δέχεται και το μάθημα ξεκινά. Προχωρώντας όμως, αυτό που ξεκίνησε ως ένα αθώο και σύνηθες φροντιστήριο, εξελίσσεται σε ένα παιχνίδι λέξεων, παρεξηγήσεων και παρερμηνειών. Αποτέλεσμα, η φοιτήτρια να κατηγορήσει τον καθηγητή για κατάχρηση εξουσίας και σεξουαλική παρενόχληση.

Οι ερμηνείες

Οι ήρωες της σπουδαίας αυτής παράστασης αποδίδονται από μία άρτια, καλοκουρδισμένη και καλοδουλεμένη δυάδα με πολύ καλή άρθρωση του λόγου, ιδανική σκηνική χημεία και πυρακτωμένη εσωτερική ενέργεια. Οι ηθοποιοί λειτουργούν σαν ένα συμπαγές πλέγμα, σαν ένα καλοκουρδισμένο ρολόι. Σαν τους ακριβείς δείχτες του ατέρμονου και ακάματου ρολογιού της Ιστορίας, οι οποίοι  -θύματα και θύτες- ύστερα από την καταγγελία-απολογία  τους αφανίζονται πιασμένοι πισθάγκωνα στην αχλή του χρόνου.

Πιο συγκεκριμένα ο Φίλιππος Σοφιανός υποδύεται τον καθηγητή Τζων με αξιοθαύμαστη συνέπεια. Άρτιος υποκριτικά και τεχνικά, έμεινε πιστός στις απαιτήσεις του ρόλου του από την αρχή μέχρι το τέλος, ενώ με κρυστάλλινη και ανάλογα χρωματισμένη φωνή του στα συναισθήματα που βιώνει ο Τζων, απέδωσε τη συγκρουσιακή ιδιοσυγκρασία του ήρωα που ερμηνεύει με περισσή άνεση και αξιοθαύμαστη ενάργεια. Η παρουσία του είναι στιβαρή και έχει το ύφος του ανθρώπου από θέση ισχύος διαθέτοντας βέβαια υποδόριο χιούμορ, ανθρωπιά και κατανόηση μέχρι το τελικό χτύπημα

Η Δένια Μιμερίνη είναι χάρμα ιδέσθαι στην παρθενική της εμφάνιση στη σκηνή. Η Κάρολ είναι ο πιο εξωστρεφής χαρακτήρας του έργου και σίγουρα ένας από τους πιο ενδιαφέροντες ρόλους στο σύγχρονο δράμα. Έφερε εις πέρας, έναν ρόλο πολύ απαιτητικό και πολύπτυχο. Χαρισματική, έδωσε στην ηρωίδα όλη την ενέργεια που απαιτούνταν και μέσω του υποκριτικού της ταλέντου, οπτικοποποίησε τη συμπιεσμένη ενεργητικότητά της σε μια έκρηξη «πολιτικά ορθής»  βίας εναντίον του καθηγητή της. Αποτελεί τω όντι χαρά να βλέπεις νέους ηθοποιούς να παίρνουν τον ρόλο του ηθοποιού στα σοβαρά και να τον δουλεύουν στις λεπτομέρειες.

Η παράσταση

Η σκηνοθεσία του Σοφιανού είναι σπουδαία. Αξιοποίησε δεξιοτεχνικά και εν πολλοίς, τον έντονα προβοκατόρικο – συγκρουσιακό χαρακτήρα του έργου, και παρουσιαζει τους ήρωες, με όλες τους τις νευρώσεις, τις προκαταλήψεις  και τη ζωτική ανάγκη τους για  αποκατάσταση – ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Τόνισε δε, σε σημαντικό βαθμό το συναισθηματικό αδιέξοδο των ηρώων της, και οι συνήθως μεγάλες απαιτήσεις από τους ερμηνευτές της έπιασαν το δίχως άλλο τόπο.

Το σκηνικό της Χριστίνας Κωστέα αποτελείται από ένα οβάλ, επικλινές τραπέζι- γραφείο λευκού χρώματος, απογυμνωμένου από ντοσιέ, χαρτικά είδη, με μοναδικό αντικείμενο ένα τηλέφωνο να δεσπόζει, δηλωτικα του άγραφου πίνακα και του μέσου αντίστοιχα, που περιμένει την ετυμηγορία των θεατών να αποφανθούν για την ισχύ ή όχι των κατηγοριών. Πλαισιώνεται από δυο μοντέρνες καρέκλες δίκην ένδειξης δύναμης και εξουσίας, ενώ τα κοστούμια της θυμίζουν μία σύγχρονη ρεαλιστική πραγματικότητα, όπου ο συντηρητισμός μαζί με το μοντέρνο συμβιώνουν.

Τέλος, οι περίτεχνοι φωτισμοί και η υποβλητική μουσική σε επιμέλεια κι αυτοί του Φίλιππου Σοφιανού εστιάζουν στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών, μεταφέροντας τη συσσωρευμένη ενέργειά τους!

Συμπερασματικά

Εν κατακλείδι, η «Ολεάννα» σε σκηνοθεσία του Φίλιππου Σοφιανού παρουσιάζεται σε μια άξια αναφοράς εκδοχή. Ο λόγος του σπουδαίου Μάμετ ακούγεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο από τα χείλη των ηθοποιών για το λεπτό ζήτημα της πολιτικής ορθότητας, την ιδιαίτερη σχέση της γλώσσας με τη συμπεριφορά και της σαγήνης της εξουσίας που καταρχήν κατατρέχει, κατατρύχει και τελικά κατακυριεύει τη ζωή των ανθρώπων. Άλλωστε η πίστη πως είμαστε οι κάτοχοι της μόνης, αδιαπραγμάτευτης και ανόθευτης αλήθειας είναι ένα υπαρξιακό ζήτημα που έχει απασχολήσει όλους τους φιλοσόφους και έχει γίνει εργαλείο επικίνδυνο στα χέρια δημαγωγών τις συνεπειες της οποίας έχουμε πληρώσει ακριβά στο παρελθόν και είμαστε καταδικασμένοι να ξαναπληρώσουμε….Είναι μια παράσταση βαθιά πολιτική, που αφυπνίζει και εγείρει γόνιμα ερωτήματα και πολλούς προβληματισμούς που επιζητούν διακαώς στέρεες απαντήσεις και ακραιφνείς λύσεις αντίστοιχα.  Πρόκειται για ένα έργο που βρίσκει τρόπο να εξορύξει το ηθικό έρμα που κρατάμε καλά κρυμμένο πίσω από χασκόγελα και ζωτικές πατρογονικές «σταθερές»…

Κριτική :Ευθύμιος Ιωαννίδης

Xαίρετε, είμαι ο Ευθύμιος, είμαι φιλόλογος και συντάκτης της πολιτιστικής ιστοσελίδας Thess culture.gr. Aγαπώ πολύ τη μουσική, τις τέχνες, την ανάγνωση και το θέατρο, ενώ συνεντεύξεις μου και κριτικές μου έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς στον ηλεκτρονικό τύπο. Διαχειρίζομαι παράλληλα τις σελίδες «Ορθογραφία και ορθοέπεια», «Βιβλιοφιλία και βιβλιολογία» και υπήρξα επί πολλά έτη ενεργό μέλος και συντονιστής στις λέσχες ανάγνωσης των βιβλιοθηκών του Δήμου Κορδελιού- Ευόσμου.