Ο κος Κ
Κείμενο:Γιώργος Σοφιανός
Με την απόγνωση καρφωμένη στο βλέμμα, ο καημένος κος Κ στέκονταν μπροστά στον βαριεστημένο αστυνόμο που σημείωνε διαρκώς σ’ ένα χοντρό, με σκληρό μαύρο εξώφυλλο βιβλίο, που έπιανε σχεδόν ολόκληρο το γραφείο του.
Ο καημένος κος Κ που στο τέλος κάθε φράσης του συμπλήρωνε με έμφαση :
– Είναι καθήκον της πολιτείας να μεριμνά κε αστυνόμε. Να μεριμνά για την ασφάλεια της ζωής και της περιουσίας των πολιτών.
Ο καημένος κος Κ . Επιχειρηματίας. Ιδιοκτήτης σούπερ μάρκετ. Μεγαλομπακάλης δηλαδή. Μια χαρά τα κατάφερνε πάντως. Και η κρίση, μπορεί να τον ανάγκασε να κάνει κάποιες περικοπές, όμως βγήκε παλικάρι. Εκτός του ότι ήταν εργατικός και πανέξυπνος, τον βοηθούσε και το ότι μεγάλα σούπερ μάρκετ στην περιοχή δεν είχε πολλά. Κρατούσε και το μαγαζί ανοιχτό τις Κυριακές, τις γιορτές, τις αργίες, κ’ έτσι η πελατεία του ήταν και ευχαριστημένη και σταθερή. Ότι χρειάζονταν ένα νοικοκυριό, ότι μέρα κ’ αν ήταν, ο κος Κ ήταν εκεί.
Λίγο να τον βοήθαγε η τύχη θα άνοιγε και το δεύτερο μαγαζί. Είχε διαλέξει και τη γειτονιά. Όχι πολύ μακριά από κει που ήταν τώρα. Καλή περιοχή και με ευκατάστατο κόσμο. Θα έβαζε και πιο ποιοτικό εμπόρευμα. Είχε σχεδιάσει και την πινακίδα. Τα χρώματα, το στήσιμο του μαγαζιού, τα πάντα. Για να πετύχεις θέλει προσοχή στις λεπτομέρειες. Κ’ έτσι σιγά σιγά να την η αλυσίδα! Και μετά ποιος ξέρει. Μπορεί να έφτανε να πουλήσει και τη φίρμα franchise. Πολύ θέλει; Όποιος προσπαθεί και δουλεύει με σχέδιο…
Τέλειωσε και το σπίτι. Τα ντουλάπια της κουζίνας έμεναν μόνο και ήταν έτοιμο. Τα είχε ήδη πληρωμένα. Βέβαια… Μεγάλωναν βλέπεις τα παιδιά και δεν θα χώραγαν ακόμα για πολύ στο δυαράκι που νοίκιαζαν. Η Αννούλα στο Γυμνάσιο! Ο Σωτηράκης ακολουθούσε σε δύο χρόνια.
Σαν χθες ήταν που τα κράταγε μωρά στην αγκαλιά του. Μια σταλιά πλασματάκια!
Πως πέρασαν αλήθεια τα χρόνια! Ο Σωτηράκης ήταν ακόμα μικρός. Η Αννούλα όμως άρχιζε σιγά σιγά να θυμίζει γυναίκα. Σχηματίζονταν. Πρέπει να έχει το χώρο της. Πόσο ακόμα θα ήταν στο ίδιο δωμάτιο με τον αδελφό της; Δεν είναι σωστό.
Αλλά και τι σπίτι! Τρείς όροφοι, ο καθένας με το wc του. Θέρμανση με τεχνολογία τελευταίας γενιάς. Κουφώματα; Τα ακριβότερα. Και κήπος μεγάλος. Με δέντρα , με παιχνίδια, με αυτόματο πότισμα. Τι καλύτερο να εξασφαλίζεις ποιότητα ζωής για την οικογένειά σου.
Το τελευταίο διάστημα κοίταζε την Αννούλα και έκανε προσπάθεια να ξαναζωντανέψει στη μνήμη του στιγμές. Δύσκολο. Πολύ δύσκολο.
Να! Τα γενέθλια της όταν έκλεινε τα οχτώ. Είχαν έλθει και τ’ αδέλφια του από την Γερμανία. Όλη η οικογένεια είχε μαζευτεί ξανά εκείνο το καλοκαίρι. Πρώτη φορά απ’ όταν είχαν σκορπίσει. Μετά από τόσα χρόνια όλοι μαζί, κ’ έτσι στα γενέθλια της Αννούλας στήθηκε ένα γλέντι τρικούβερτο.
Θυμόταν επίσης τον ενθουσιασμό και την ανυπομονησία στα παιδικά της ματάκια το πρωινό που ξεκίναγαν για κείνο το ταξίδι στην Πελοπόννησο. Τι γλύκα! Την μοναδική φορά που κατάφερε να ξεκλέψει μια βδομάδα απ’ την δουλειά. Μια ολόκληρη εβδομάδα! Εκείνες τις μέρες ένοιωθε και κείνος παιδί.
Τόσες θυσίες. Τόσες στερήσεις , και σε μια στιγμή τα πάντα γίνονται καπνός.
– Είναι καθήκον της πολιτείας να μεριμνά για την ασφάλεια της ζωής και της περιουσίας των πολιτών κε αστυνόμε .
Ο αστυνόμος σταμάτησε για λίγο να σημειώνει και σήκωσε το βλέμμα ενοχλημένος. Δεν μίλησε όμως. Η μέρα προβλέπονταν δύσκολη. Άσε που με όλα αυτά που συνέβαιναν ποιος ξέρει τι ώρα θα ξεμπέρδευε σήμερα.
Έξυσε αφηρημένος το αυτί του με την πίσω άκρη του μολυβιού και συνέχισε να γράφει στο βιβλίο συμβάντων. Έξω στο δρόμο ακούγονταν σειρήνες περιπολικών που πηγαινοέρχονταν μανιασμένα. Κάπου στο βάθος ακούγονταν το πλήθος που φώναζε ρυθμικά συνθήματα. Ήταν όμως μακριά. Ο κος Κ δεν μπορούσε να καταλάβει τι φώναζαν. Μόνο τον ρυθμό καταλάβαινε. Γνώριμος ρυθμός. Είχε συνηθίσει να τον ακούει μια ζωή πίσω απ’ τα κατεβασμένα ρολά στο μαγαζί, όταν απ’ έξω περνούσαν οι διαδηλώσεις. Και δεν ήταν λίγες. Το μαγαζί ήταν σε κεντρικό σημείο. Έβρισκε τότε την ευκαιρία και μελετούσε το business plan για το δεύτερο κατάστημα. Να μην πηγαίνει χαμένος ο χρόνος. Η επιτυχία βλέπεις θέλει στοχοπροσήλωση. Θέλει πείσμα. Θέλει προσπάθεια. Δεν έρχεται με ευχολόγια. Όσοι πέτυχαν να γίνουν μεγάλοι είχαν όλοι ένα κοινό χαρακτηριστικό. Ήταν ισχυρές προσωπικότητες, και πίστευαν όλοι στην ουτοπία. Κυνηγούσαν τα όνειρά τους έστω και αν όλα έδειχναν πως αυτά δεν ήταν ρεαλιστικά. Έβλεπαν όμως μακριά. Πολύ μακριά! Παρακολουθούσε και κάτι on line σεμινάρια επιχειρηματικότητας που τελικά ήταν πολύ χρήσιμα. Του άνοιξαν πραγματικά νέους ορίζοντες.
Τα λόγια όμως δεν τα θυμόταν. Μόνο τον ρυθμό…
– Είναι καθήκον…
-Σας είπα και προηγουμένως κύριε. Έχετε δικαίωμα να καταθέσετε μήνυση κατά παντός υπευθύνου. Μην επαναλαμβάνουμε συνεχώς τα ίδια. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα περισσότερο. Πρέπει όμως πρώτα να τελειώσω με τη καταγραφή. Μην με διακόπτετε συνεχώς. Σας παρακαλώ. Θα σας δώσω αντίγραφο και μ’ αυτό θα πάτε στην συνάδελφο απέναντι για την μήνυση.
Δεν το χωρούσε το μυαλό του. Σε μια στιγμή τα πάντα ανατράπηκαν. Οι κόποι μιας ολόκληρης ζωής πήγαν χαμένοι. Είναι αλήθεια πως αυτή την φορά ο καημένος κος Κ πιάστηκε στον ύπνο. Ούτε που κατάλαβε πως φτάσαμε ως εδώ. Το μόνο που κατάλαβε είναι πως τα βερεσέδια αυξήθηκαν απότομα τους τελευταίους μήνες. Κακοπληρωτές όμως είχε ελάχιστους. Οι περισσότεροι ήταν νοικοκυραίοι άνθρωποι και ήταν εντάξει στις υποχρεώσεις τους έστω και αν αργούσαν κάποιες φορές. Με τόσα έξοδα που θέλει μια οικογένεια τι περιμένεις. Μήπως δεν ήξερε και ο ίδιος από έξοδα; Πάντως οι περισσότεροι ήταν εντάξει. Επίσης , το τελευταίο διάστημα αναγκάζονταν να ψάχνει διαρκώς για όλο και φθηνότερα προϊόντα. Ήταν κ’ αυτό μία αλλαγή. Τα καλά, τα ποιο ακριβά, έμεναν στα ράφια και έληγαν. Τα πέταγε, ή αναγκάζονταν να τα βγάζει σε προσφορές για να φύγουν.
Είναι όμως αυτά αρκετά για να συμβούν τα γεγονότα που συνέβησαν;
Ο αστυνόμος κάποια στιγμή τελείωσε το γράψιμο.
-Όπως σας είπα λοιπόν, με αυτό το αντίγραφο θα πάτε στην συνάδελφο απέναντι για να καταθέσετε την μήνυση.
Ο κος Κ πήρε το χαρτί του αμίλητος και κατευθύνθηκε στο γραφείο που του είχε υποδείξει ο αστυνόμος. Μέχρι να τελειώσει ο προηγούμενος με τις διαδικασίες έριξε μια ματιά στην καταγραφή .
Βέβαια τα γεγονότα ήταν τόσο ξεκάθαρα που δεν χωρούσε καμία παρερμηνεία. «Εξαγριωμένο πλήθος εισέβαλε βίαια στο κατάστημα του κου Κ, που βρίσκεται στην οδο……. με αριθμό…. και αφαίρεσε παράνομα εμπορεύματα αξίας…. από το κατάστημα και την αποθήκη».
Αυτό που με τίποτα δεν μπορούσε να κατανοήσει ο καημένος κος Κ, ήταν το γιατί ενώ εκείνη την ώρα το ταμείο ήταν γεμάτο χρήματα, το πλήθος δεν έκανε καμία προσπάθεια να τα πάρει. Αν έπαιρναν τουλάχιστον μόνον τα χρήματα, η ζημιά θα ήταν πολύ μικρότερη. Θα έχανε το τζίρο μιας μέρας. Θα μπορούσε να τον αναπληρώσει ευκολότερα.
Και θα ήταν πανεύκολο να τα πάρουν. Τον είχαν ακινητοποιήσει δύο άτομα όσο τα υπόλοιπα έπαιρναν το εμπόρευμα. Το συρτάρι του ταμείου ήταν μπροστά τους, ανοιχτό. Μάλιστα θα ορκίζονταν πως αυτοί που τον ακινητοποίησαν είδαν τα χρήματα που ήταν μέσα. Όμως δεν τα άγγιξαν.
Επίσης του ήταν αδιανόητο πως όλοι αυτοί οι άνθρωποι έκαναν ότι έκαναν χωρίς να φοράν κουκούλες. Είναι σίγουρος πως είδε πολλούς ανθρώπους που συναντά καθημερινά στο δρόμο. Πώς να το αποδείξει όμως; Ούτε ονόματα ξέρει, ούτε ήταν τίποτα κοινοί εγκληματίες για να έχουν στην αστυνομία στοιχεία τους και φωτογραφίες.
Βυθισμένος σ’ όλες αυτές τις σκέψεις υπέγραψε την μήνυση και βγήκε από το κτήριο. Στο δρόμο επικρατούσε μεγάλη αναστάτωση. Σειρήνες περιπολικών, ασθενοφόρων, κόσμος που έτρεχε από δω κ’ από κει αναστατωμένος. Μόλις βγήκε στον κεντρικό δρόμο, τον προσπέρασε μια ένοπλη διμοιρία και πήγε και στήθηκε μπροστά στην είσοδο μεγάλου super market γνωστής αλυσίδας , στο οποίο πλησίαζε το εξαγριωμένο πλήθος.
Κείμενο:Γιώργος Σοφιανός