ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ
Γνώρισα την γιαγιά Σελίνη όταν ήμουν 7-8 ετών.
Ο πατέρας και ο θείος μου, μανιώδεις κυνηγοί, μ’ έπαιρναν μαζί στις εξορμήσεις τους. Οπότε σε κυνήγι στις εκβολές του Πηνειού ποταμού, ερχόταν μαζί μας, σαν ντόπιος, γνώστης της περιοχής, ένας από τους Σελίνηδες. Μετά το κυνήγι καθόμαστε στην αυλή του σπιτιού τους για φαγητό και απολογισμό της ημέρας.
Η γιαγιά Σελίνη είχε γεννήσει τέσσερα αγόρια. Ο μεγαλύτερος αδελφός έφυγε, το 1949, πολιτικός πρόσφυγας στην Σοβιετική Ένωση. Ο δεύτερος αδελφός ήταν μανιώδης κυνηγός, αλλά και φανατικός διώκτης λύκων, καθώς από λυσσασμένο λύκο είχε χαθεί ο τρίτος αδελφός, στην μεγάλη επιδημία του 1968. Ο μικρότερος αδελφός ήταν ο ράφτης του μικρού χωριού στις εκβολές του ποταμού, το Ομόλιο.
Η οικογένεια κατοικούσε σ’ ένα μικρό σπιτάκι, χαμηλό, χτισμένο με πλίθρες, λασπότουβλα. Μπορούσε κάποιος μικρόσωμος άντρας, σηκώνοντας το χέρι του, ν’ ακουμπήσει το γείσο της κεραμοσκεπής.
Πιστεύω ότι από όσα περιέγραψα μέχρι τώρα, έχετε σχηματίσει την ευρύτερη εικόνα. Φτωχή οικογένεια, διωκόμενη από τη Χούντα, αλλά αγαπημένοι μεταξύ τους, αξιοπρεπείς άνθρωποι, δουλευταράδες, φιλόξενοι, αγαπητοί στο χωριό.
Ο μεγάλος καημός της γιαγιάς Σελίνης ήταν που δεν είχε κοντά της τον πρωτότοκο γιό της. Αυτός ο καημός βρήκε έκφραση στην αγάπη της για τα χελιδόνια που φώλιαζαν κάτω από τη στέγη της.
Παρατήρησε ότι οι γάτες, εξαιτίας του μικρού ύψους του πλίθρινου τοίχου, κατόρθωναν να πιάνουν τα νεογέννητα χελιδονάκια, μόλις αυτά έβγαζαν κεφάλι από τη φωλιά. Οπότε, για να τα προστατεύει, τοποθετούσε καπάκια από τυροδοχεία, κάτω από τις φωλιές. Όταν οι νεοσσοί άρχιζαν να μεγαλώνουν, τους μαρκάριζε, δένοντας ένα κόκκινο νήμα στο πόδι τους.
Χρονιά με την χρονιά τα χελιδόνια αποδημούσαν το καλοκαίρι και την επόμενη άνοιξη επέστρεφαν τα ίδια, με το κόκκινο νήμα στο πόδι, ψάχνοντας τενεκεδένιο υποστύλωμα για να φωλεοποιήσουν. Τελικά το χαμηλό σπιτάκι έφτασε να στεγάζει μια μεγάλη αποικία χελιδονιών. Μικροσκοπικά πλασματάκια, τα οποία ξεχειμώνιαζαν πολλές χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, στην Αφρική, έχοντας πάντα στο νου τους το φιλόξενο σπιτάκι στο Ομόλιο.
Αυτό κρατούσε ζωντανή την ελπίδα στη γιαγιά Σελίνη, ότι κάποια μέρα θα βρει το δρόμο και το παιδί της, από την εξορία, για το σπίτι του.
Κάποιοι άνθρωποι κάνουν ευχές ανάβοντας κεριά σε ναούς, ή ότι άλλο τάσσει η θρησκευτική κουλτούρα τους. Η γιαγιά Σελίνη έκανε ευχή κάθε φορά που θεμελίωνε μια χελιδονοφωλιά στην στέγη της. Τελικά οι ευχές της πραγματοποιήθηκαν. Με την μεταπολίτευση δόθηκε άδεια και παλιννόστησαν μερικοί πολιτικοί πρόσφυγες από την Σοβιετική Ένωση, μαζί τους και ο μεγάλος γιος της.
Όταν κόπασαν τα γλέντια για το ξανασμίξιμο ύστερα από σχεδόν τέσσερις δεκαετίες, ο μεγάλος έβαλε τις φωνές στους μικρότερους αδελφούς.
-Καλά ρε, τη μάνα μας ακόμη στη χαμόσπιτο την αφήνετε να ζει; Γρήγορα να βάλουμε όλοι πλάτες να της χτίσουμε ένα καλό σπίτι.
Κατεδαφίστηκε το πλιθρόχτιστο, μπήκαν θεμέλια και την επόμενη άνοιξη υπήρχε στην αυλή γιαπί. Τσιμεντοκολώνες, πλάκα, έλειπαν τα τούβλα και οι σοφάδες.
Εκείνο το καλοκαίρι ήμουν δωδεκάχρονος. Πήγαμε οικογενειακώς για διακοπές στο Ομόλιο και βρεθήκαμε μπροστά σε μια κρίση. Τα σύρματα της ΔΕΗ είχαν γεμίσει από απορημένα χελιδόνια με κόκκινο νήμα στα ποδαράκια τους, τα οποία έψαχναν το σπιτάκι και τα τενεκεδένια υποστυλώματα για να φωλιάσουν.
Οι γιοι της αδιαφορούσαν για τα χελιδόνια και η ίδια, υπερογδοντάχρονη, δεν μπορούσε να σκαρφαλώσει στο γιαπί να τα βοηθήσει. Έτσι βρήκε εμένα τον πιο βολικό και με έστρωσε στη δουλειά. Καπάκια από τενεκέδες τυριού φέτα, κομμένα στη μέση, κάθε 20-30 πόντους στα δοκάρια, μια πιθαμή κάτω από την πλάκα!
Μια εβδομάδα οι υπόλοιποι λιάζονταν στην παραλία κοροϊδεύοντας εμένα που παιδευόμουν σκαρφαλωμένος σε σκάλες υπό την καθοδήγηση της γιαγιάς. Με τα χελιδονάκια να καταλαμβάνουν τον τενεκέ αμέσως μόλις τον στήριζα. Άρχιζαν να χτίζουν λάσπη ενώ ήμουν δίπλα και έστηνα τον επόμενο τενεκέ. Βλέπετε είχαν καθυστερήσει και τα αυγά μεγάλωναν μέσα στις θηλυκές.
Χαθήκαμε, με αυτή την οικογένεια, όπως συμβαίνει μερικές φορές. Έμαθα ότι ένα ή δύο χρόνια μετά η γιαγιά Σελίνη έφυγε από αυτόν τον απάνθρωπο κόσμο. Δεν γνωρίζω τι απέγινε η αποικία των χελιδονιών της αυλής της. Πάντως αμφιβάλω αν θα συναντάει κάποιος, σήμερα, χελιδόνια μαρκαρισμένα με κόκκινο νήμα στην περιοχή.
Εμένα πέρα από τις αναμνήσεις μου έμεινε η συνήθεια, σ’ όποιο σπίτι κι αν μετακομίζω, όταν παρατηρήσω, την άνοιξη χελιδόνια να εξετάζουν το μπαλκόνι μου, να τα βοηθώ βάζοντας κάποια βάση. Με αποτέλεσμα να εισπράττω κοροϊδίες και γκρίνιες από τις εκάστοτε συμβίες μου, για την αναστάτωση και την «βρωμιά» στο μπαλκόνι. Σταματώ τις διαμαρτυρίες αναλαμβάνοντας να καθαρίζω. Πάντως χελιδονοφωλιά δεν επιτρέπω να χαλαστεί.
Αυτό που ίσως να μην κατανοήσω ποτέ είναι ο συναισθηματικός κόσμος πολλών «νοικοκυραίων», οι οποίοι καταστρέφουν φωλιές. Έρχεται δίπλα σου ένα πλασματάκι, ωφέλιμο μάλιστα στο περιβάλλον, που δεν σε ενοχλεί. Δεν κινδυνεύεις από αυτό, δεν σου ζητά τίποτα. Μόνο να χτίσει τη φωλιά του κοντά σου.
Με τι ψυχή το διώχνεις;
Σύνταξη:Μπάμπης Γιαταγάνας
Γεννήθηκα στο Μαρούσι Αττικής το 1963. Από πατέρα μανιώδη κυνηγό και αναγνωρισμένο ταριχευτή θηραμάτων, μητέρα νομικό και έντονα πολιτικοποιημένη.
Ανέβηκα στη Μακεδονία θέλοντας να σπουδάσω κτηνίατρος, όμως η ανάγκη για μεροκάματο με ανάγκασε να σταματήσω τις σπουδές. Μπορώ να υπερηφανεύομαι πάντως ότι μέχρι τώρα έχω συμβάλει με τη δουλειά μου στην δημιουργία 12 μουσείων φυσικής ιστορίας και πολλών πανεπιστημιακών συλλογών.
Αγωνίζομαι συνδικαλιστικά στον αγροτικό τομέα, οπότε ενημερώνομαι για τις στρεβλώσεις, τις αστοχίες, την κακοδιαχείριση, οι οποίες ταλανίζουν εμάς τους εργαζόμενους στον πρωτογενή τομέα παραγωγής αλλά και όλους τους πολίτες υποβαθμίζοντας την ποιότητα ζωής μας, καταστρέφοντας το περιβάλλον.